δονακεύς: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(big3_12)
(9)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(δονᾰκεύς) -ῆος, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[cañaveral]] παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα <i>Il</i>.18.576, δονακῆας ὑδρηλούς Opp.<i>H</i>.4.507, ἀπ' Ἰνδῴου δονακῆος Nonn.<i>D</i>.26.226, cf. 27.162, 44.234, Hsch.s.u. δόνακες.<br /><b class="num">2</b> [[cazador de aves con caña]] o [[vareta]] τρήρωνας [[ἕλον]] δονακῆες Opp.<i>C</i>.1.73.<br /><b class="num">3</b> [[caña]] ὀξυντῆρα μεσοσχιδέων δονακήων afilador de cañas que llevan un corte medial en la punta, e.d., cálamos</i>, <i>AP</i> 6.64 (Paul.Sil.).
|dgtxt=(δονᾰκεύς) -ῆος, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[cañaveral]] παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα <i>Il</i>.18.576, δονακῆας ὑδρηλούς Opp.<i>H</i>.4.507, ἀπ' Ἰνδῴου δονακῆος Nonn.<i>D</i>.26.226, cf. 27.162, 44.234, Hsch.s.u. δόνακες.<br /><b class="num">2</b> [[cazador de aves con caña]] o [[vareta]] τρήρωνας [[ἕλον]] δονακῆες Opp.<i>C</i>.1.73.<br /><b class="num">3</b> [[caña]] ὀξυντῆρα μεσοσχιδέων δονακήων afilador de cañas que llevan un corte medial en la punta, e.d., cálamos</i>, <i>AP</i> 6.64 (Paul.Sil.).
}}
{{grml
|mltxt=[[δονακεύς]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[συστάδα]] δονάκων, [[καλαμιώνας]]<br /><b>2.</b> [[δόναξ]], [[καλάμι]]<br /><b>3.</b> αυτός που πιάνει πουλιά με [[ξόβεργα]].
}}
}}

Revision as of 06:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δονᾰκεύς Medium diacritics: δονακεύς Low diacritics: δονακεύς Capitals: ΔΟΝΑΚΕΥΣ
Transliteration A: donakeús Transliteration B: donakeus Transliteration C: donakeys Beta Code: donakeu/s

English (LSJ)

ῆος or έως, ὁ, (δόναξ)

   A thicket of reeds, Il.18.576: pl., Opp.H.4.507.    II fowler, Id.C.1.73.    III = δόναξ, AP 6.64 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 656] ὁ, 1) das Röhricht; Homer einmal, Iliad. 18, 576 παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα, Scholl. Didym. φησὶ δὲ Διονύσιος γράφεσθαι καὶ δονακῆεν κατὰ τὸ οὐδέτερον, ὡς καὶ τὸν πευκῶνα πευκᾶεν. – Opp. Hal. 4, 506. – 2) der Vogelsteller mit Leimruthen, Opp. Cyn. 1, 73. – 3) = δόναξ; Paul. Sil. 50 (VI, 64).

Greek (Liddell-Scott)

δονᾰκεύς: έως, ὁ, (δόναξ) καλαμὼν (ἴδε ῥοδανός), Ἰλ. Σ. 576· ἐν τῷ πληθ., Ὀππ. Ἁλ. 4. 507. ΙΙ. ὀρνιθοθήρας, ἰξευτής, Ὀππ. Κ. 1. 73. ΙΙΙ. = δόναξ, Ἀνθ. Π. 6. 64.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
1 lieu plein de roseaux;
2 roseau;
3 oiseleur, qui tend des gluaux.
Étymologie: δόναξ.

English (Autenrieth)

(δόναξ): thicket of reeds, Il. 18.576†.

Spanish (DGE)

(δονᾰκεύς) -ῆος, ὁ
1 cañaveral παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα Il.18.576, δονακῆας ὑδρηλούς Opp.H.4.507, ἀπ' Ἰνδῴου δονακῆος Nonn.D.26.226, cf. 27.162, 44.234, Hsch.s.u. δόνακες.
2 cazador de aves con caña o vareta τρήρωνας ἕλον δονακῆες Opp.C.1.73.
3 caña ὀξυντῆρα μεσοσχιδέων δονακήων afilador de cañas que llevan un corte medial en la punta, e.d., cálamos, AP 6.64 (Paul.Sil.).

Greek Monolingual

δονακεύς, ο (Α)
1. συστάδα δονάκων, καλαμιώνας
2. δόναξ, καλάμι
3. αυτός που πιάνει πουλιά με ξόβεργα.