δρομοκῆρυξ: Difference between revisions
From LSJ
Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl
(big3_12) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-υκος, ὁ<br />[[correo]], [[enlace]] οἱ ... Φαλαίκου ... δρομοκήρυκες τἀνθένδε [[ἐκεῖσε]] διήγγελλον Aeschin.2.130, τοὺς δρομοκήρυκας, [[ἐάν]] τι δέῃ ... παραγγεῖλαι Aen.Tact.22.3, cf. Polyaen.5.26, Philostr.<i>Gym</i>.4, D.C.78.35.1, sinón. [[δολιχοδρόμος]] <i>Lex.Tht</i>.80. | |dgtxt=-υκος, ὁ<br />[[correo]], [[enlace]] οἱ ... Φαλαίκου ... δρομοκήρυκες τἀνθένδε [[ἐκεῖσε]] διήγγελλον Aeschin.2.130, τοὺς δρομοκήρυκας, [[ἐάν]] τι δέῃ ... παραγγεῖλαι Aen.Tact.22.3, cf. Polyaen.5.26, Philostr.<i>Gym</i>.4, D.C.78.35.1, sinón. [[δολιχοδρόμος]] <i>Lex.Tht</i>.80. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δρομοκῆρυξ:''' -ῡκος, ὁ, [[κήρυκας]] [[δρομέας]], [[ταχυδρόμος]], [[αγγελιαφόρος]], σε Αισχίν. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ῡκος, ὁ,
A runner, postman, Aeschin.2.130, Aen.Tact. 22.3, Polyaen.5.26 (pl.), Philostr.Gym.4, D.C.78.35.
French (Bailly abrégé)
υκος (ὁ) :
courrier.
Étymologie: δρόμος, κῆρυξ.
Spanish (DGE)
-υκος, ὁ
correo, enlace οἱ ... Φαλαίκου ... δρομοκήρυκες τἀνθένδε ἐκεῖσε διήγγελλον Aeschin.2.130, τοὺς δρομοκήρυκας, ἐάν τι δέῃ ... παραγγεῖλαι Aen.Tact.22.3, cf. Polyaen.5.26, Philostr.Gym.4, D.C.78.35.1, sinón. δολιχοδρόμος Lex.Tht.80.
Greek Monotonic
δρομοκῆρυξ: -ῡκος, ὁ, κήρυκας δρομέας, ταχυδρόμος, αγγελιαφόρος, σε Αισχίν.