δυσαερία: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(big3_12) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[insalubridad del aire]] χειμῶνος γενομένου καὶ πολλῆς δυσαερίας Ar.Byz.<i>Epit</i>.1.81, de Rávena, construida sobre un pantano, Str.5.1.7, δυσαερίας ... καὶ νιφετῶν πλήθη οὐκ ἀγαθῶν, ἀλλὰ φθεροποιῶν Vett.Val.370.9 (= <i>Cat.Cod.Astr</i>.2.161.30), s. cont. <i>SEG</i> 43.237 (Tesalia).<br /><b class="num">2</b> [[niebla]] ὥστε μὴ καθορᾶσθαι μηδ' ἐγγὺς ἐν ταῖς δυσαερίαις Str.4.1.8, τὴν πάχνην τὴν γινομένην ἐν δυσαερίᾳ καὶ φθείρουσαν τοὺς καρπούς <i>EM</i> 378.54G. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[insalubridad del aire]] χειμῶνος γενομένου καὶ πολλῆς δυσαερίας Ar.Byz.<i>Epit</i>.1.81, de Rávena, construida sobre un pantano, Str.5.1.7, δυσαερίας ... καὶ νιφετῶν πλήθη οὐκ ἀγαθῶν, ἀλλὰ φθεροποιῶν Vett.Val.370.9 (= <i>Cat.Cod.Astr</i>.2.161.30), s. cont. <i>SEG</i> 43.237 (Tesalia).<br /><b class="num">2</b> [[niebla]] ὥστε μὴ καθορᾶσθαι μηδ' ἐγγὺς ἐν ταῖς δυσαερίαις Str.4.1.8, τὴν πάχνην τὴν γινομένην ἐν δυσαερίᾳ καὶ φθείρουσαν τοὺς καρπούς <i>EM</i> 378.54G. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δυσαερία]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[βλαβερός]], [[νοσηρός]] [[αέρας]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>δυσαερίαι</i><br />[[ομίχλη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A badness of air, Str. 5.1.7, Cat.Cod.Astr.2.161: pl., fogs, Str.4.1.8.
German (Pape)
[Seite 674] ἡ, schlechte Luft, Strab. 5, 1, 7.
Greek (Liddell-Scott)
δυσᾱερία: ἡ, κακός, νοσηρὸς ἀήρ, Στράβων 213.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 insalubridad del aire χειμῶνος γενομένου καὶ πολλῆς δυσαερίας Ar.Byz.Epit.1.81, de Rávena, construida sobre un pantano, Str.5.1.7, δυσαερίας ... καὶ νιφετῶν πλήθη οὐκ ἀγαθῶν, ἀλλὰ φθεροποιῶν Vett.Val.370.9 (= Cat.Cod.Astr.2.161.30), s. cont. SEG 43.237 (Tesalia).
2 niebla ὥστε μὴ καθορᾶσθαι μηδ' ἐγγὺς ἐν ταῖς δυσαερίαις Str.4.1.8, τὴν πάχνην τὴν γινομένην ἐν δυσαερίᾳ καὶ φθείρουσαν τοὺς καρπούς EM 378.54G.
Greek Monolingual
δυσαερία, η (Α)
1. βλαβερός, νοσηρός αέρας
2. στον πληθ. δυσαερίαι
ομίχλη.