δυσδιαφόρητος: Difference between revisions
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
(big3_12) |
(10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />medic.<br /><b class="num">1</b> [[que se asimila mal]], [[difícil de digerir]] de un pescado, Xenocr.14.<br /><b class="num">2</b> [[que elimina líquidos con dificultad]], [[que no permite la evaporación o exudación]] de la piel del cuerpo, Gal.1.220, τὰ δὲ πάχεα καὶ γλίσχρα Gal.10.626, ἡ ὕλη Alex.Trall.2.381.22<br /><b class="num">•</b>[[que no puede eliminar humores]] ὁ ὄγκος Gal.11.119, Paul.Aeg.4.18.1, ὁ [[ἄνθραξ]] Aët.7.32, φύσεις Gal.17(1).188, σκληρὰ μὲν ἡ ἕξις καὶ πυκνή Gal.10.626, cf. Aët.5.71, χυμῶν σεσηπότων δ. [[ἔνστασις]] <i>Hippiatr</i>.2.18, τὰ ἐκχυμώματα Gal.13.385, τὸ ψυχρὸν πυκνώτερον καὶ δυσδιαφόρητον Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.53<br /><b class="num">•</b>[[que no permite la disgregación]], [[no apto para la disolución]] de ciertos cuerpos sólidos, Gal.10.657, [[δίαιτα]] τε παχυνοῦσα καὶ δ. Alex.Trall.1.335.14, [[διάθεσις]] Alex.Trall.2.359.6. | |dgtxt=-ον<br />medic.<br /><b class="num">1</b> [[que se asimila mal]], [[difícil de digerir]] de un pescado, Xenocr.14.<br /><b class="num">2</b> [[que elimina líquidos con dificultad]], [[que no permite la evaporación o exudación]] de la piel del cuerpo, Gal.1.220, τὰ δὲ πάχεα καὶ γλίσχρα Gal.10.626, ἡ ὕλη Alex.Trall.2.381.22<br /><b class="num">•</b>[[que no puede eliminar humores]] ὁ ὄγκος Gal.11.119, Paul.Aeg.4.18.1, ὁ [[ἄνθραξ]] Aët.7.32, φύσεις Gal.17(1).188, σκληρὰ μὲν ἡ ἕξις καὶ πυκνή Gal.10.626, cf. Aët.5.71, χυμῶν σεσηπότων δ. [[ἔνστασις]] <i>Hippiatr</i>.2.18, τὰ ἐκχυμώματα Gal.13.385, τὸ ψυχρὸν πυκνώτερον καὶ δυσδιαφόρητον Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.53<br /><b class="num">•</b>[[que no permite la disgregación]], [[no apto para la disolución]] de ciertos cuerpos sólidos, Gal.10.657, [[δίαιτα]] τε παχυνοῦσα καὶ δ. Alex.Trall.1.335.14, [[διάθεσις]] Alex.Trall.2.359.6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δυσδιαφόρητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα εξέρχεται από τους πόρους<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δύσκολα εξατμίζει. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to disperse or dissipate, Gal.11.119. II hardly evaporating, Id.10.657; not excreting readily, Id.17(1).188; διάθεσις Alex.Trall.8.2; cf. δυσδιαχώρητος.
German (Pape)
[Seite 677] schwer zu verdauen, auszudünsten, Medic.; schwer ausdünstend, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιαφόρητος: -ον, ὁ δυσκόλως διὰ τῶν πόρων ἐξερχόμενος, ἀπορριπτόμενος, Γαλην. 2. 392. 6, 311 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκόλως ἐξατμίζων, αὐτόθι.
Spanish (DGE)
-ον
medic.
1 que se asimila mal, difícil de digerir de un pescado, Xenocr.14.
2 que elimina líquidos con dificultad, que no permite la evaporación o exudación de la piel del cuerpo, Gal.1.220, τὰ δὲ πάχεα καὶ γλίσχρα Gal.10.626, ἡ ὕλη Alex.Trall.2.381.22
•que no puede eliminar humores ὁ ὄγκος Gal.11.119, Paul.Aeg.4.18.1, ὁ ἄνθραξ Aët.7.32, φύσεις Gal.17(1).188, σκληρὰ μὲν ἡ ἕξις καὶ πυκνή Gal.10.626, cf. Aët.5.71, χυμῶν σεσηπότων δ. ἔνστασις Hippiatr.2.18, τὰ ἐκχυμώματα Gal.13.385, τὸ ψυχρὸν πυκνώτερον καὶ δυσδιαφόρητον Alex.Aphr.Pr.1.53
•que no permite la disgregación, no apto para la disolución de ciertos cuerpos sólidos, Gal.10.657, δίαιτα τε παχυνοῦσα καὶ δ. Alex.Trall.1.335.14, διάθεσις Alex.Trall.2.359.6.
Greek Monolingual
δυσδιαφόρητος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα εξέρχεται από τους πόρους
2. εκείνος που δύσκολα εξατμίζει.