δυσπαράγραφος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
(big3_12)
(10)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de definir]] ἡ ποσότης Plb.16.12.10, ὁ τόπος de un tema de estudio, Plb.18.13.3<br /><b class="num">•</b>[[difícil de establecer con precisión]] τίσιν οὖν [[εἰκότως]] ἂν ἐπιφέροι τις τὴν ὀνομασίαν ταύτην, ἔστι μὲν δυσπαράγραφον Plb.18.15.1<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ δ. [[dificultad de determinar, de precisar]] el momento de la muerte, Phld.<i>Elect</i>.16.14.
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de definir]] ἡ ποσότης Plb.16.12.10, ὁ τόπος de un tema de estudio, Plb.18.13.3<br /><b class="num">•</b>[[difícil de establecer con precisión]] τίσιν οὖν [[εἰκότως]] ἂν ἐπιφέροι τις τὴν ὀνομασίαν ταύτην, ἔστι μὲν δυσπαράγραφον Plb.18.15.1<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ δ. [[dificultad de determinar, de precisar]] el momento de la muerte, Phld.<i>Elect</i>.16.14.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσπαράγραφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα προσδιορίζεται<br /><b>2.</b> (για τη ζωή) αυτός που δύσκολα τερματίζεται.
}}
}}

Revision as of 06:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπαράγρᾰφος Medium diacritics: δυσπαράγραφος Low diacritics: δυσπαράγραφος Capitals: ΔΥΣΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: dysparágraphos Transliteration B: dysparagraphos Transliteration C: dysparagrafos Beta Code: duspara/grafos

English (LSJ)

ον,

   A hard to define, ποσότης Plb.16.12.10; hard to state precisely, Id.18.15.1; hard to terminate, of life, Phld.Herc. 1251.16.

German (Pape)

[Seite 686] schwer zu begränzen, zu bestimmen; ἡ ποσότης Pol. 16, 12, 10; 17, 15, 1.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπαράγρᾰφος: -ον, δυσκόλως ὁριζόμενος ἢ περιοριζόμενος, Πολύβ. 16. 12, 10, κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de definir ἡ ποσότης Plb.16.12.10, ὁ τόπος de un tema de estudio, Plb.18.13.3
difícil de establecer con precisión τίσιν οὖν εἰκότως ἂν ἐπιφέροι τις τὴν ὀνομασίαν ταύτην, ἔστι μὲν δυσπαράγραφον Plb.18.15.1
neutr. subst. τὸ δ. dificultad de determinar, de precisar el momento de la muerte, Phld.Elect.16.14.

Greek Monolingual

δυσπαράγραφος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα προσδιορίζεται
2. (για τη ζωή) αυτός που δύσκολα τερματίζεται.