ἐγκαταπλέκω: Difference between revisions
(big3_13) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[entrelazar]], [[entramar]] τὰς ἀκάνθας ... δι' ἀλλήλων Plu.2.494a, τὰς τῆς βελόνης ἀκίδας ... τὰς μὲν εὐθείας τὰς δὲ πλαγίας Plu.2.983c, τὸ ῥάμμα, ᾧ τὸν στήμονα ἐγκαταπλέκουσι Hsch.α 7271, en v. pas. χρὴ δὲ εἶναι ... ἧλους ... ξυλίνους ἐγκαταπεπλεγμένους ἐν τῷ πλοκάνῳ es necesario que los clavos sean de madera, entrelazados en la cuerda trenzada</i> X.<i>Cyn</i>.9.12<br /><b class="num">•</b>fig., en el discurso [[entremezclar]], [[combinar]] ὀνόματα D.H.<i>Comp</i>.12.8, τὰς παραινέσεις Lib.<i>Sent</i>.2.2. | |dgtxt=[[entrelazar]], [[entramar]] τὰς ἀκάνθας ... δι' ἀλλήλων Plu.2.494a, τὰς τῆς βελόνης ἀκίδας ... τὰς μὲν εὐθείας τὰς δὲ πλαγίας Plu.2.983c, τὸ ῥάμμα, ᾧ τὸν στήμονα ἐγκαταπλέκουσι Hsch.α 7271, en v. pas. χρὴ δὲ εἶναι ... ἧλους ... ξυλίνους ἐγκαταπεπλεγμένους ἐν τῷ πλοκάνῳ es necesario que los clavos sean de madera, entrelazados en la cuerda trenzada</i> X.<i>Cyn</i>.9.12<br /><b class="num">•</b>fig., en el discurso [[entremezclar]], [[combinar]] ὀνόματα D.H.<i>Comp</i>.12.8, τὰς παραινέσεις Lib.<i>Sent</i>.2.2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐγκαταπλέκω]] (Α)<br />[[συμπλέκω]], [[ενυφαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
A interweave, entwine, ἀκάνθας δι' ἀλλήλων Plu.2.494a:—Pass., X.Cyn.9.12.
German (Pape)
[Seite 706] einflechten, einfügen; Xen. Cyn. 9, 12 u. Sp., wie Plut. sol. an. 35 p. 200, καὶ συνείρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταπλέκω: μέλλ. -πλέξω, ἐνυφαίνω, συμπλέκω, περιπλέκω, Ξεν. Κυν. 9. 12.
French (Bailly abrégé)
entrelacer dans, τινι.
Étymologie: ἐν, καταπλέκω.
Spanish (DGE)
entrelazar, entramar τὰς ἀκάνθας ... δι' ἀλλήλων Plu.2.494a, τὰς τῆς βελόνης ἀκίδας ... τὰς μὲν εὐθείας τὰς δὲ πλαγίας Plu.2.983c, τὸ ῥάμμα, ᾧ τὸν στήμονα ἐγκαταπλέκουσι Hsch.α 7271, en v. pas. χρὴ δὲ εἶναι ... ἧλους ... ξυλίνους ἐγκαταπεπλεγμένους ἐν τῷ πλοκάνῳ es necesario que los clavos sean de madera, entrelazados en la cuerda trenzada X.Cyn.9.12
•fig., en el discurso entremezclar, combinar ὀνόματα D.H.Comp.12.8, τὰς παραινέσεις Lib.Sent.2.2.
Greek Monolingual
ἐγκαταπλέκω (Α)
συμπλέκω, ενυφαίνω.