ἐγκατακλείω: Difference between revisions

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
(big3_13)
(10)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[encerrar]] αὑτὸν τῷ νεῷ Alex.41.3, τὸ θερμόν Arist.<i>Pr</i>.937<sup>a</sup>29, cf. Thphr.<i>CP</i> 5.13.2, τὸν ἀτμόν Thphr.<i>Ign</i>.43, τὸ δ' ἀκμάζον καὶ χρήσιμον ... τῷ περιτειχίσματι I.<i>BI</i> 6.415, λέοντα καὶ πίθηκον καὶ ὄφιν D.C.79.11.3<br /><b class="num">•</b>fig. τῇ ψυχῇ τὴν ὀδύνην ἐγκατακλείουσαι Gr.Nyss.<i>V.Macr</i>.400.1<br /><b class="num">•</b>en v. pas. οἷσι γὰρ σῖτος ... ἐγκατακέκλεισται a quienes el alimento sólido les ha quedado retenido</i> en el intestino, Hp.<i>Acut</i>.16, cf. <i>Epid</i>.4.14, τὸ πῦρ ἐγκατακλειόμενον Hp.<i>Vict</i>.1.9, [[ἀναθυμίασις]] ἡ [[ἀτμιδώδης]] ἐγκατακλειομένη la exhalación de vapor húmedo encerrado</i> Arist.<i>Mete</i>.378<sup>a</sup>29, cf. <i>GA</i> 735<sup>b</sup>23, <i>PA</i> 672<sup>a</sup>32, <i>Pr</i>.878<sup>b</sup>8, ἐγκατακέκλεισται ὁ καπνὸς ἐν αὐτοῖς (ἄνθραξι) Thphr.<i>Ign</i>.75, cf. Ph.2.162, Plu.2.691f, οἱ ἐγκατακεκλεισμένοι los sitiados</i> D.S.19.61<br /><b class="num">•</b>fig. [[encarcelar]] en v. pas., de las almas ἐγκατακλείεσθαι τοῖς σώμασιν <i>Corp.Herm.Fr</i>.23.33.<br /><b class="num">2</b> [[ensartar]] en v. pas. τοῖς ὅρμοις καὶ τοῖς περιδεραίοις ἐγκατακλειόμενοι ἀμέθυστοι Clem.Al.<i>Paed</i>.2.12.118.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[encerrar]] αὑτὸν τῷ νεῷ Alex.41.3, τὸ θερμόν Arist.<i>Pr</i>.937<sup>a</sup>29, cf. Thphr.<i>CP</i> 5.13.2, τὸν ἀτμόν Thphr.<i>Ign</i>.43, τὸ δ' ἀκμάζον καὶ χρήσιμον ... τῷ περιτειχίσματι I.<i>BI</i> 6.415, λέοντα καὶ πίθηκον καὶ ὄφιν D.C.79.11.3<br /><b class="num">•</b>fig. τῇ ψυχῇ τὴν ὀδύνην ἐγκατακλείουσαι Gr.Nyss.<i>V.Macr</i>.400.1<br /><b class="num">•</b>en v. pas. οἷσι γὰρ σῖτος ... ἐγκατακέκλεισται a quienes el alimento sólido les ha quedado retenido</i> en el intestino, Hp.<i>Acut</i>.16, cf. <i>Epid</i>.4.14, τὸ πῦρ ἐγκατακλειόμενον Hp.<i>Vict</i>.1.9, [[ἀναθυμίασις]] ἡ [[ἀτμιδώδης]] ἐγκατακλειομένη la exhalación de vapor húmedo encerrado</i> Arist.<i>Mete</i>.378<sup>a</sup>29, cf. <i>GA</i> 735<sup>b</sup>23, <i>PA</i> 672<sup>a</sup>32, <i>Pr</i>.878<sup>b</sup>8, ἐγκατακέκλεισται ὁ καπνὸς ἐν αὐτοῖς (ἄνθραξι) Thphr.<i>Ign</i>.75, cf. Ph.2.162, Plu.2.691f, οἱ ἐγκατακεκλεισμένοι los sitiados</i> D.S.19.61<br /><b class="num">•</b>fig. [[encarcelar]] en v. pas., de las almas ἐγκατακλείεσθαι τοῖς σώμασιν <i>Corp.Herm.Fr</i>.23.33.<br /><b class="num">2</b> [[ensartar]] en v. pas. τοῖς ὅρμοις καὶ τοῖς περιδεραίοις ἐγκατακλειόμενοι ἀμέθυστοι Clem.Al.<i>Paed</i>.2.12.118.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐγκατακλείω]] (AM)<br />[[κλείνω]] [[κάτι]] καλά [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκατακλείω Medium diacritics: ἐγκατακλείω Low diacritics: εγκατακλείω Capitals: ΕΓΚΑΤΑΚΛΕΙΩ
Transliteration A: enkatakleíō Transliteration B: enkatakleiō Transliteration C: egkatakleio Beta Code: e)gkataklei/w

English (LSJ)

   A shut up in, enclose, τινὰ τῷ νεῷ Alex.40.3, cf. Arist.Pr.937a29; τὸ θερμὸν Thphr.CP5.13.2:—Pass., Hp.Acut.16, Arist.Mete.378a29.

German (Pape)

[Seite 705] (s. κλείω), darin einschließen; ἐγκατέκλεισέ θ' αὑτὸν τῷ νεῷ Alexis Ath. XIII, 606 a; Hippocr.; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκατακλείω: κατακλείω ἐντός, ἐγκλείω, τινὰ τῷ νεῷ Ἄλεξ. παρ’ Ἀθην. 606Α, Ἀριστ. Πρβλ. Γ. 26. ― Παθ., Ἱππ. π. διαίτ. Ὀξ. 385, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 6, 10, κ. ἀλλ.

Spanish (DGE)

1 encerrar αὑτὸν τῷ νεῷ Alex.41.3, τὸ θερμόν Arist.Pr.937a29, cf. Thphr.CP 5.13.2, τὸν ἀτμόν Thphr.Ign.43, τὸ δ' ἀκμάζον καὶ χρήσιμον ... τῷ περιτειχίσματι I.BI 6.415, λέοντα καὶ πίθηκον καὶ ὄφιν D.C.79.11.3
fig. τῇ ψυχῇ τὴν ὀδύνην ἐγκατακλείουσαι Gr.Nyss.V.Macr.400.1
en v. pas. οἷσι γὰρ σῖτος ... ἐγκατακέκλεισται a quienes el alimento sólido les ha quedado retenido en el intestino, Hp.Acut.16, cf. Epid.4.14, τὸ πῦρ ἐγκατακλειόμενον Hp.Vict.1.9, ἀναθυμίασιςἀτμιδώδης ἐγκατακλειομένη la exhalación de vapor húmedo encerrado Arist.Mete.378a29, cf. GA 735b23, PA 672a32, Pr.878b8, ἐγκατακέκλεισται ὁ καπνὸς ἐν αὐτοῖς (ἄνθραξι) Thphr.Ign.75, cf. Ph.2.162, Plu.2.691f, οἱ ἐγκατακεκλεισμένοι los sitiados D.S.19.61
fig. encarcelar en v. pas., de las almas ἐγκατακλείεσθαι τοῖς σώμασιν Corp.Herm.Fr.23.33.
2 ensartar en v. pas. τοῖς ὅρμοις καὶ τοῖς περιδεραίοις ἐγκατακλειόμενοι ἀμέθυστοι Clem.Al.Paed.2.12.118.

Greek Monolingual

ἐγκατακλείω (AM)
κλείνω κάτι καλά μέσα σε κάτι άλλο.