ἐγκοπεύς: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(big3_13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-έως, ὁ [[cincel]] Luc.<i>Somn</i>.3, cf. Sud. | |dgtxt=-έως, ὁ [[cincel]] Luc.<i>Somn</i>.3, cf. Sud. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐγκοπεύς:''' -έως, ὁ, [[εργαλείο]] (λιθοξόου) κατάλληλο για [[κοπή]] λίθων, [[κοπίδι]], σκαρπέλλο, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:28, 30 December 2018
English (LSJ)
εύς, ὁ,
A tool for cutting stone, chisel, Luc.Somn.3.
German (Pape)
[Seite 709] ὁ, der Meißel, Luc. Somn. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκοπεύς: έως, ὁ, λιθοξοϊκὸν ἐργαλεῖον πρὸς κοπὴν λίθων, κοπεύς, Λουκ. Ἐνύπν. 3.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
ciseau de sculpteur.
Étymologie: ἐγκόπτω.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ cincel Luc.Somn.3, cf. Sud.
Greek Monotonic
ἐγκοπεύς: -έως, ὁ, εργαλείο (λιθοξόου) κατάλληλο για κοπή λίθων, κοπίδι, σκαρπέλλο, σε Λουκ.