ἐνανάπτω: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
(big3_14) |
(11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[atar]], [[unir]] τὰ πέρατα τῶν βρόχων Gal.18(1).750. | |dgtxt=[[atar]], [[unir]] τὰ πέρατα τῶν βρόχων Gal.18(1).750. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐνανάπτω]] (Α)<br />[[συνδέω]] [[κάτι]] με [[άλλο]], [[δένω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[προσδένω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 29 September 2017
English (LSJ)
A tie, dub. in Gal.18(1).750.
German (Pape)
[Seite 826] anbinden an, τινί, Gal.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνανάπτω: μέλλ. -ψω, ἅπτω (δένω) ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, Γαλην. τ. 12, σ. 459Α.
Spanish (DGE)
atar, unir τὰ πέρατα τῶν βρόχων Gal.18(1).750.
Greek Monolingual
ἐνανάπτω (Α)
συνδέω κάτι με άλλο, δένω πάνω σε κάτι, προσδένω.