ἐνανάπτω
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
tie, dub. in Gal.18(1).750.
Spanish (DGE)
atar, unir τὰ πέρατα τῶν βρόχων Gal.18(1).750.
German (Pape)
[Seite 826] anbinden an, τινί, Gal.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνανάπτω: μέλλ. -ψω, ἅπτω (δένω) ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, Γαλην. τ. 12, σ. 459Α.
Greek Monolingual
ἐνανάπτω (Α)
συνδέω κάτι με άλλο, δένω πάνω σε κάτι, προσδένω.