ἐναντιώνυμος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(big3_14) |
(11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />mat. [[que tiene la denominación contraria]] de algunos números con relación a sus partes, Nicom.<i>Ar</i>.1.9. | |dgtxt=-ον<br />mat. [[que tiene la denominación contraria]] de algunos números con relación a sus partes, Nicom.<i>Ar</i>.1.9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐναντιώνυμος]], -ον (Α)<br />(για τη [[σχέση]] [[μεταξύ]] άρτιων και περιττών αριθμών) ο [[αριθμός]] που έχει αντίθετο όνομα από άλλον, όπως [[άρτιος]]-[[περιττός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A having an opposite name, ib.9.
German (Pape)
[Seite 827] mit entgegengesetzten Namen, Nicom. arithm.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναντιώνυμος: -ον, ἔχων ἐναντίον ἢ ἀντίθετον ὄνομα, Νικομ. Ἀριθμ. σ. 78, ὁ αὐτὸς ἔχει (ἐν σ. 80) καὶ ῥῆμα ἐναντιωνῠμέομαι.
Spanish (DGE)
-ον
mat. que tiene la denominación contraria de algunos números con relación a sus partes, Nicom.Ar.1.9.
Greek Monolingual
ἐναντιώνυμος, -ον (Α)
(για τη σχέση μεταξύ άρτιων και περιττών αριθμών) ο αριθμός που έχει αντίθετο όνομα από άλλον, όπως άρτιος-περιττός.