ἐλεγειακός: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(big3_14b) |
(11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ά, -όν<br />[[elegíaco]] πεντάμετρον D.H.<i>Comp</i>.25.17, στίχος Heph.1.5, ἐπίνικον ἐ. un epinicio compuesto de dísticos elegíacos</i> Ath.144e. | |dgtxt=-ά, -όν<br />[[elegíaco]] πεντάμετρον D.H.<i>Comp</i>.25.17, στίχος Heph.1.5, ἐπίνικον ἐ. un epinicio compuesto de dísticos elegíacos</i> Ath.144e. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐλεγειακός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> (για στίχο) αυτός που ανήκει στο [[ελεγείο]] από την [[άποψη]] του μέτρου («ελεγειακό πεντάμετρο», «πεντάμετρον ἐλεγειακόν», «[[ελεγειακός]] [[στίχος]]» — ο [[δακτυλικός]] [[πεντάμετρος]] [[στίχος]] — υυ| — υυ| — | — υυ| — υυ| —<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ελεγειακός]] [[ποιητής]]» ή <b>ως ουσ.</b> [[ελεγειακός]]<br />ο [[ελεγειογράφος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ελεγειακό [[δίστιχο]]» — [[δίστιχο]] που αποτελείται από ένα δακτυλικό εξάμετρο και ένα δακτυλικό πεντάμετρο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ελεγειακό [[ποίημα]]», «ἐπίνικον ἐλεγειακόν» — [[ποίημα]] που αποτελείται από ελεγειακά δίστιχα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ελεγείας<br /><b>2.</b> όποιος χαρακτηρίζεται από τη [[θλίψη]] ή τη [[μελαγχολία]] της θρηνητικής ελεγείας. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A elegiac, πεντάμετρον D.H.Comp.25, cf.Heph.1.5; written in distichs, ἐπίνικον Ath.4.144e, etc.
German (Pape)
[Seite 793] elegisch; πεντάμετρον Dion. Hal. de C. V. 25; ἐπινίκιον Ath. IV, 144 e; βιβλία XIII, 597 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεγειακός: -ή, -όν, εἰς τὸ ἐλεγεῖον ἀνήκων, πεντάμετρον ἐλεγειακὸν Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25: γεγραμμένος ἐν διστίχοις, εἰς ὃν Καλλίμαχος ἐπινίκιον ἐλεγειακὸν ἐποίησε Ἀθήν. 144Ε, κτλ.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
elegíaco πεντάμετρον D.H.Comp.25.17, στίχος Heph.1.5, ἐπίνικον ἐ. un epinicio compuesto de dísticos elegíacos Ath.144e.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐλεγειακός, -ή, -όν)
1. (για στίχο) αυτός που ανήκει στο ελεγείο από την άποψη του μέτρου («ελεγειακό πεντάμετρο», «πεντάμετρον ἐλεγειακόν», «ελεγειακός στίχος» — ο δακτυλικός πεντάμετρος στίχος — υυ