ἐνοφθαλμίζω: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(big3_15)
(12)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> agr. [[injertar]] ἐνοφθαλμίσαι [[δένδρον]] ἓν ἀπὸ πλειόνων καὶ διαφόρων Thphr.<i>CP</i> 5.5.4, en v. pas. ἐ[λ] αίους ἐνωφθαλμισμέν<ου>ς <i>ID</i> 366b.20 (III a.C.), πίτυς ... οὐκ ἐνοφθαλμίζεται Plu.2.640a, (τὰ φυτά) ... ὅταν ἐνοφθαλμίζωνται ἢ ἐγκεντρίζωνται Procl.<i>in Cra</i>.39, cf. Porph.<i>Gaur</i>.10.1, <i>Gp</i>.11.18.10<br /><b class="num">•</b>abs. [[hacer un injerto]], <i>Gp</i>.10.77.1.<br /><b class="num">2</b> intr. en v. med.-pas., sent. dud., quizá [[saltar a la vista]] ἐνοφθαλμισθήσεταί σοι <i>PTeb</i>.725.8 (II a.C.).
|dgtxt=<b class="num">1</b> agr. [[injertar]] ἐνοφθαλμίσαι [[δένδρον]] ἓν ἀπὸ πλειόνων καὶ διαφόρων Thphr.<i>CP</i> 5.5.4, en v. pas. ἐ[λ] αίους ἐνωφθαλμισμέν<ου>ς <i>ID</i> 366b.20 (III a.C.), πίτυς ... οὐκ ἐνοφθαλμίζεται Plu.2.640a, (τὰ φυτά) ... ὅταν ἐνοφθαλμίζωνται ἢ ἐγκεντρίζωνται Procl.<i>in Cra</i>.39, cf. Porph.<i>Gaur</i>.10.1, <i>Gp</i>.11.18.10<br /><b class="num">•</b>abs. [[hacer un injerto]], <i>Gp</i>.10.77.1.<br /><b class="num">2</b> intr. en v. med.-pas., sent. dud., quizá [[saltar a la vista]] ἐνοφθαλμισθήσεταί σοι <i>PTeb</i>.725.8 (II a.C.).
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐνοφθαλμίζω]]) [[οφθαλμός]]<br />(για δέντρα) [[μπολιάζω]], [[εγκεντρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εισάγω]] στον οργανισμό θεραπευτικό [[εμβόλιο]].
}}
}}

Revision as of 07:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνοφθαλμίζω Medium diacritics: ἐνοφθαλμίζω Low diacritics: ενοφθαλμίζω Capitals: ΕΝΟΦΘΑΛΜΙΖΩ
Transliteration A: enophthalmízō Transliteration B: enophthalmizō Transliteration C: enofthalmizo Beta Code: e)nofqalmi/zw

English (LSJ)

   A inoculate, bud, δένδρον ἓν ἀπὸ πλειόνων Thphr.CP5-5.4, cf. Gp.10.77.1:—Pass., Inscr.Délos 366B20, Procl. in Cra.p.39P.

German (Pape)

[Seite 851] inokuliren, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνοφθαλμίζω: ἐγκεντρίζω, «μπολιάζω», δένδρον ἀπό τινος Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 5, 4· ἐνοφθαλμισμός, ὁ, τὸ ἐνοφθαλμίζειν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 1 καὶ 2, Πλούτ. 2. 640Β, Γεωπον. 10. 75, 1., 10. 77, 1· οὕτω καὶ ἐνοφθάλμισμα, τό, Συνέσ. 294C.

Spanish (DGE)

1 agr. injertar ἐνοφθαλμίσαι δένδρον ἓν ἀπὸ πλειόνων καὶ διαφόρων Thphr.CP 5.5.4, en v. pas. ἐ[λ] αίους ἐνωφθαλμισμέν<ου>ς ID 366b.20 (III a.C.), πίτυς ... οὐκ ἐνοφθαλμίζεται Plu.2.640a, (τὰ φυτά) ... ὅταν ἐνοφθαλμίζωνται ἢ ἐγκεντρίζωνται Procl.in Cra.39, cf. Porph.Gaur.10.1, Gp.11.18.10
abs. hacer un injerto, Gp.10.77.1.
2 intr. en v. med.-pas., sent. dud., quizá saltar a la vista ἐνοφθαλμισθήσεταί σοι PTeb.725.8 (II a.C.).

Greek Monolingual

(AM ἐνοφθαλμίζω) οφθαλμός
(για δέντρα) μπολιάζω, εγκεντρίζω
νεοελλ.
εισάγω στον οργανισμό θεραπευτικό εμβόλιο.