ἐντελευτάω: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
(big3_15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[terminar la vida en]] οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ [[βίος]] ὁμοίως καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη a quienes la vida les fue medida de la misma forma para ser felices en ella y morir dignamente</i> Th.2.44, c. dat. ταῖς Ἀθήναις ἐμβιῶναί τε καὶ ἐντελευτῆσαι Lib.<i>Or</i>.18.31, ταῖς ψάμμοις Ast.Am.<i>Hom</i>.4.9.1, ἐντελευτησάντων τῇ δουλείᾳ Lib.<i>Or</i>.12.101, ταῖς τιμαῖς Lib.<i>Decl</i>.1.156, ταῖς συμφοραῖς Ast.Am.<i>Hom</i>.2.7.3, τῇ ἱερωσύνῃ <i>Rh</i>.4.186.8.
|dgtxt=[[terminar la vida en]] οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ [[βίος]] ὁμοίως καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη a quienes la vida les fue medida de la misma forma para ser felices en ella y morir dignamente</i> Th.2.44, c. dat. ταῖς Ἀθήναις ἐμβιῶναί τε καὶ ἐντελευτῆσαι Lib.<i>Or</i>.18.31, ταῖς ψάμμοις Ast.Am.<i>Hom</i>.4.9.1, ἐντελευτησάντων τῇ δουλείᾳ Lib.<i>Or</i>.12.101, ταῖς τιμαῖς Lib.<i>Decl</i>.1.156, ταῖς συμφοραῖς Ast.Am.<i>Hom</i>.2.7.3, τῇ ἱερωσύνῃ <i>Rh</i>.4.186.8.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐντελευτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πεθαίνω]] σε κάποιο [[μέρος]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 20:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντελευτάω Medium diacritics: ἐντελευτάω Low diacritics: εντελευτάω Capitals: ΕΝΤΕΛΕΥΤΑΩ
Transliteration A: enteleutáō Transliteration B: enteleutaō Transliteration C: enteleftao Beta Code: e)nteleuta/w

English (LSJ)

   A end one's life in .., Th.2.44, Lib.Or.18.31.

German (Pape)

[Seite 854] darin endigen, sterben, Thuc. 2, 44; neben ἐμβιῶναι ταῖς Ἀθήναις, Liban.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντελευτάω: τελευτῶ, ἀπονθήσκω ἔν τινι τόπῳ, Θουκ. 2. 44, Λιβάν. 1, σ. 532.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
finir dans, mourir dans, τινι.
Étymologie: ἐν, τελευτάω.

Spanish (DGE)

terminar la vida en οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ βίος ὁμοίως καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη a quienes la vida les fue medida de la misma forma para ser felices en ella y morir dignamente Th.2.44, c. dat. ταῖς Ἀθήναις ἐμβιῶναί τε καὶ ἐντελευτῆσαι Lib.Or.18.31, ταῖς ψάμμοις Ast.Am.Hom.4.9.1, ἐντελευτησάντων τῇ δουλείᾳ Lib.Or.12.101, ταῖς τιμαῖς Lib.Decl.1.156, ταῖς συμφοραῖς Ast.Am.Hom.2.7.3, τῇ ἱερωσύνῃ Rh.4.186.8.

Greek Monotonic

ἐντελευτάω: μέλ. -ήσω, πεθαίνω σε κάποιο μέρος, σε Θουκ.