espontáneo: Difference between revisions
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
(2) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[αὐτόγνωτος]], [[ἐλευθερόγλωσσος]], [[ἐνδιάθετος]], [[ἐλευθέριος]], [[αὐτοφυής]], [[ἐθελούσιος]], [[αὐτενέργητος]], [[αὐτουργός]], [[αὐτόματος]], [[αὐτεπάγγελτος]], [[αὐτοκρατής]], [[ἑκούσιος]], [[αὐτοκέλευστος]], [[ἐθελοντής]], [[αὐθαίρετος]], [[αὐτοκελής]] | |sltx=[[αὐτόγνωτος]], [[ἐλευθερόγλωσσος]], [[ἐνδιάθετος]], [[ἐλευθέριος]], [[αὐτοφυής]], [[ἐθελούσιος]], [[αὐτενέργητος]], [[αὐτουργός]], [[αὐτόματος]], [[αὐτεπάγγελτος]], [[αὐτοκρατής]], [[ἑκούσιος]], [[αὐτοκέλευστος]], [[ἐθελοντής]], [[αὐθαίρετος]], [[αὐτοκελής]], [[αὐτοσχέδιος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:24, 14 February 2024
Spanish > Greek
αὐτόγνωτος, ἐλευθερόγλωσσος, ἐνδιάθετος, ἐλευθέριος, αὐτοφυής, ἐθελούσιος, αὐτενέργητος, αὐτουργός, αὐτόματος, αὐτεπάγγελτος, αὐτοκρατής, ἑκούσιος, αὐτοκέλευστος, ἐθελοντής, αὐθαίρετος, αὐτοκελής, αὐτοσχέδιος