laborioso: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(2) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἔμμοχθος]], [[ | |sltx=[[ἀσκητικός]], [[γλίσχρος]], [[βαρύμοχθος]], [[γυιοβαρής]], [[δυήπαθος]], [[δυσδιάθετος]], [[δυσδιαίτητος]], [[δύσεργος]], [[δύσκολος]], [[δυσμάχανος]], [[δύσμαχος]], [[δυσμήχανος]], [[δυσπαρακόμιστος]], [[δυσπέμφελος]], [[δυσπέρατος]], [[δυσπετής]], [[δυστράπελος]], [[δυσχερής]], [[ἔγκοπος]], [[ἔμμοχθος]], [[ἐπίπονος]], [[καματηρός]], [[κοπιαρός]], [[κοπιώδης]], [[κοπώδης]], [[περισκελής]], [[πραγματώδης]], [[χαλεπός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:33, 27 May 2022
Spanish > Greek
ἀσκητικός, γλίσχρος, βαρύμοχθος, γυιοβαρής, δυήπαθος, δυσδιάθετος, δυσδιαίτητος, δύσεργος, δύσκολος, δυσμάχανος, δύσμαχος, δυσμήχανος, δυσπαρακόμιστος, δυσπέμφελος, δυσπέρατος, δυσπετής, δυστράπελος, δυσχερής, ἔγκοπος, ἔμμοχθος, ἐπίπονος, καματηρός, κοπιαρός, κοπιώδης, κοπώδης, περισκελής, πραγματώδης, χαλεπός