εὐαγγελικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
(eksahir)
(14)
Line 7: Line 7:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[evangélico]], [[del Evangelio]]
|esgtx=[[evangélico]], [[del Evangelio]]
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[εὐαγγελικός]], -ή, -όν) [[ευαγγέλιο]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή περιέχεται στο Ευαγγέλιο («ευαγγελικές ρήσεις»)<br /><b>2.</b> ο [[σύμφωνος]] με τα διδάγματα του Ευαγγελίου («ευαγγελική [[υπομονή]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο Ευαγγελικός</i><br />αυτός που ανήκει στον [[κλάδο]] του δόγματος τών Διαμαρτυρομένων, του οποίου οι οπαδοί παραδέχονται το Ευαγγέλιο ως την αποκλειστική [[πηγή]] της χριστιανικής θρησκείας, αλλ. <i>Ευαγγελιστής</i><br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα Ευαγγελικά</i><br />η [[εξέγερση]] που έγινε στην Αθήνα το 1891 [[εναντίον]] της μεταφράσεως του Ευαγγελίου<br /><b>μσν.</b><br />(για όρκο) αυτός που δίνεται με το [[χέρι]] [[πάνω]] στο Ευαγγέλιο<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε καλή [[αγγελία]] («εὐαγγελικὴ [[χαρά]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευαγγελικώς</i> και <i>ευαγγελικά</i> (ΑΜ εὐαγγελικῶς)<br />σύμφωνα με τις αρχές του Ευαγγελίου («όποιος ζει ευαγγελικά θα [[πάει]] στον παράδεισο»).
}}
}}

Revision as of 06:32, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1054] ή, όν, zur fröhlichen Botschaft gehörig; K. S. das Evangelium betreffend, evangelisch, auch im adv.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαγγελικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς καλὴν ἀγγελίαν, χαρὰ Achmes ὀνειρ. 10. ΙΙ ἀνήκων εἰς τὸ Εὐαγγέλιον ἢ περιεχόμενος ἐν αὐτῷ, Εἰρην. 1. 3, 6, Κλήμ. Ἀλεξ. Ι. 1168C, Ἱππόλ. 812D, Ὠριγ. Ι. 536D: - Ἐπίρρ. εὐαγγελικῶς Ἱππόλυτ. 696Β, Ἰσιδ. Ἐπιστ. 1. 16, Κύριλλ. Ἀλ. Ι. 137D, κλ.

Spanish

evangélico, del Evangelio

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ εὐαγγελικός, -ή, -όν) ευαγγέλιο
1. αυτός που ανήκει ή περιέχεται στο Ευαγγέλιο («ευαγγελικές ρήσεις»)
2. ο σύμφωνος με τα διδάγματα του Ευαγγελίου («ευαγγελική υπομονή»)
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο Ευαγγελικός
αυτός που ανήκει στον κλάδο του δόγματος τών Διαμαρτυρομένων, του οποίου οι οπαδοί παραδέχονται το Ευαγγέλιο ως την αποκλειστική πηγή της χριστιανικής θρησκείας, αλλ. Ευαγγελιστής
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Ευαγγελικά
η εξέγερση που έγινε στην Αθήνα το 1891 εναντίον της μεταφράσεως του Ευαγγελίου
μσν.
(για όρκο) αυτός που δίνεται με το χέρι πάνω στο Ευαγγέλιο
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε καλή αγγελία («εὐαγγελικὴ χαρά»).
επίρρ...
ευαγγελικώς και ευαγγελικά (ΑΜ εὐαγγελικῶς)
σύμφωνα με τις αρχές του Ευαγγελίου («όποιος ζει ευαγγελικά θα πάει στον παράδεισο»).