μεγαλοδύναμος: Difference between revisions
From LSJ
(eksahir) |
(24) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[que tiene gran fuerza]], [[ que tiene gran poder]] | |esgtx=[[que tiene gran fuerza]], [[ que tiene gran poder]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑM [[μεγαλοδύναμος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[δύναμη]], [[παντοδύναμος]], [[πανίσχυρος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο Μεγαλοδύναμος</i><br />ο Θεός. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεγαλοδυνάμως</i> (Α)<br />με [[μεγάλη]] [[δύναμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δύναμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δύναμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτο</i>-<i>δύναμος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A very powerful, Herm. in Phdr.p.176 A., PMag.Lond.121.881, PMag.Leid.V.11.24.
German (Pape)
[Seite 106] viel vermögend, Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 605; – μεγαλοδυνάμενος ist f. L, dafür Schol. Aesch. Pers. 641.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοδύνᾰμος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων μεγάλην δύναμιν, Ἑρμίας εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 176. κτλ. - Ἐπίρρ. μεγαλοδυνάμως, μετὰ μεγάλης δυνάμεως, «Cod. gr. Par. 501, fol. 191 r0 et 1197, fol. 173 v0» ἐν Annu etc. IX, σ. 31.
Spanish
que tiene gran fuerza, que tiene gran poder
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑM μεγαλοδύναμος, -ον)
αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, παντοδύναμος, πανίσχυρος
νεοελλ.-μσν.
(το αρσ. ως κύριο όν.) ο Μεγαλοδύναμος
ο Θεός.
επίρρ...
μεγαλοδυνάμως (Α)
με μεγάλη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -δύναμος (< δύναμη), πρβλ. αυτο-δύναμος].