μύσαγμα: Difference between revisions
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
(eksahir) |
(26) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[suciedad]] | |esgtx=[[suciedad]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μύσαγμα]], τὸ (Α)<br />[[μίασμα]], [[βδέλυγμα]], [[σίχαμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μυσαγ</i>- του [[μυσάττομαι]] «αποστρέφομαι, [[σιχαίνομαι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (<b>πρβλ.</b> [[πράττω]] - [[πράγμα]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ατος, τό,
A = μύσος, A.Supp.995.
German (Pape)
[Seite 222] τό, die Befleckung, Alles was befleckt; τό τ' εἰπεῖν εὐπετὲς μύσαγμά πως, Aesch. Suppl. 973.
Greek (Liddell-Scott)
μύσαγμα: τό, (μῠσάττομαι) = μύσος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 995.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
action ou parole abominable, souillure.
Étymologie: μυσάττομαι.
Spanish
Greek Monolingual
μύσαγμα, τὸ (Α)
μίασμα, βδέλυγμα, σίχαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυσαγ- του μυσάττομαι «αποστρέφομαι, σιχαίνομαι» + κατάλ. -μα (πρβλ. πράττω - πράγμα)].