ἀκατάπαυστος: Difference between revisions

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
(strοng)
(2)
Line 24: Line 24:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from Α (as a [[negative]] [[particle]]) and a derivative of [[καταπαύω]]; unrefraining: [[that]] cannot [[cease]].
|strgr=from Α (as a [[negative]] [[particle]]) and a derivative of [[καταπαύω]]; unrefraining: [[that]] cannot [[cease]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάπαυστος]], -ον) (νεοελλ. και [[ακατάπαυτος]], -η, -ο) [[καταπαύω]]<br />ο [[ασταμάτητος]], ο [[συνεχής]]<br />«ακατάπαυστοι πόνοι»<br /><b>αρχ.</b><br />«ἀκατάπαυστοι στάσεις» (Πολύβ. 4, 17, 4)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί να απομακρυνθεί, να κάνει [[αποχή]] από [[κάτι]]<br />«ὀφθαλμοὺς ἔχοντας μεστοὺς μοιχαλίδος καὶ ἀκαταπαύστους ἀμαρτίας» (ΚΔ Επιστ. Πέτρου 2, 2, 14)<br /><b>2.</b> ο [[ακατάσχετος]], ο [[αχαλίνωτος]].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάπαυστος Medium diacritics: ἀκατάπαυστος Low diacritics: ακατάπαυστος Capitals: ΑΚΑΤΑΠΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: akatápaustos Transliteration B: akatapaustos Transliteration C: akatapafstos Beta Code: a)kata/paustos

English (LSJ)

ον,

   A not to be set at rest, incessant, Plb.4.17.4, D.S.11.67, etc.; that cannotceasefrom, τινός 2 Ep.Pet.2.14. Adv. -τως Sch.A.R.1.1001.    II not to be checked, irresistible, PMag.Par.1.2364.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάπαυστος: -ον, ὅστις δὲν δύναται νὰ ἀναπαυθῇ, ἀδιάλειπτος, Πολύβ. 4. 17, 4, κτλ.: ὅ,τι δὲν δύναται νὰ καταπαύσῃ τις, μ. γεν. ἀκαταπαύστους ἁμαρτίας, μὴ παυομένους ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας, Ἐπ. Πέτρ. Β΄, β΄, 14. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. 1. 1002.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans fin ; ἀκατάπαυστος ἀρχή pouvoir à vie.
Étymologie: ἀ, καταπαύω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1incesante ἀκατάπαυστοι στάσεις continuas disensiones Plb.4.17.4, συμφορά Plu.2.114e, ἔρως μανικὸς καὶ ἀ. Suppl.Mag.41.12
neutr. adv. incesantemente, sin parar Thdr.Samothr.1, Sch.A.R.4.923, PMag.4.2365, c. gen. ὀφθαλμοὶ ... ἀκατάπαυστοι ἁμαρτίας ojos que no cesan de pecar 2Ep.Petr.2.14
eterno, inextinguible πῦρ Clem.Al.Paed.3.11.83.
2 fig. que no puede ser parado, irresistible ὁρμή D.S.11.67.
II adv. -ως incesantemente, sin fin Chrysipp.Log.12.27, Corn.ND 15, Ar.Did.37
eternamente Cyr.Al.M.77.1136A.

English (Abbott-Smith)

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of καταπαύω; unrefraining: that cannot cease.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατάπαυστος, -ον) (νεοελλ. και ακατάπαυτος, -η, -ο) καταπαύω
ο ασταμάτητος, ο συνεχής
«ακατάπαυστοι πόνοι»
αρχ.
«ἀκατάπαυστοι στάσεις» (Πολύβ. 4, 17, 4)
αρχ.
1. αυτός που δεν μπορεί να απομακρυνθεί, να κάνει αποχή από κάτι
«ὀφθαλμοὺς ἔχοντας μεστοὺς μοιχαλίδος καὶ ἀκαταπαύστους ἀμαρτίας» (ΚΔ Επιστ. Πέτρου 2, 2, 14)
2. ο ακατάσχετος, ο αχαλίνωτος.