δυσεντερία: Difference between revisions
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
(strοng) |
(10) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[δυσ-]] and a [[comparative]] of [[ἐντός]] ([[meaning]] a bowel); a "[[dysentery]]": [[bloody]] [[flux]]. | |strgr=from [[δυσ-]] and a [[comparative]] of [[ἐντός]] ([[meaning]] a bowel); a "[[dysentery]]": [[bloody]] [[flux]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και λυσιντερία, η (AM [[δυσεντερία]]<br />Μ και λυσιντερία)<br />[[οξεία]] [[λοιμώδης]] [[νόσος]] με οδυνηρή και αιματηρή [[διάρροια]], η οποία προκαλεί ελκώδεις βλάβες του βλεννογόνου του εντέρου. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A dysentery, Hp.Aph.3.12 (pl.), al., Hdt.8.115, Pl. Ti.86a (pl.), Arist.Pr.861b16, etc.
German (Pape)
[Seite 679] ἡ. Durchfall, Ruhr mit Leibschneiden; Her. 8, 115; Plat. Tim. 86 a u. Folgde, bes. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεντερία: ἡ, «ἕλκωσις ἐντέρων μετὰ φλεγμονῆς καὶ ἀποκρίσεως αἱματωδῶν… ἀπολυμάτων, Λατ. tormina intestinorum, Ἱππ. Ἀφ. 1247 κ. ἀλλ., Ἡρόδ. 8. 115, Πλάτ. Τιμ. 86Α· πρβλ. λειεντερία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
dysenterie, affection des intestins.
Étymologie: δυσ-, ἔντερα.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hdt.8.115, Hp.Aph.6.3, BCH 66-67.1942-43.181 (Abdera IV a.C.), Aret.SD 2.9.1
• Grafía: graf. tard. δυσσεντ- Hippiatr.Lugd.166
medic. disentería ἐπιλαβὼν δὲ λοιμός τε τὸν στρατὸν καὶ δ. ... ἔφθειρε Hdt.l.c., cf. Pl.Tht.142b, I.AI 6.3, ταλαιπωρεῖν ὑπό τε τοῦ λιμοῦ καὶ τῆς δυσεντερίας Plb.32.15.14, δυσεντερίαι καὶ διάρροιαι Hp.Aër.3, cf. Aff.23, Aph.3.12, Pl.Ti.86a, Arist.Pr.861b16, Aret.l.c., πρὸς δυσεντερίας καὶ τεινεσμούς Dieuch.16.29, τοῦ γὰρ θέρεος δυσεντερίαι τε πολλαὶ ἐμπίπτουσι Hp.Aër.7, cf. Epid.1.15, ἕως δυσεντερίας γενομένης καὶ κινδυνεύσασα ... ἔτεκε σάρκα ἣν καλοῦσι μύλην Arist.GA 775b32, δ. ἐστὶν ἕλκωσις ἐντέρων Gal.19.421, cf. 14.753, ref. una evacuación sanguinolenta, Gal.8.370, 18(1).724, ἡπατικὴ δ. disentería hepática Alex.Trall.2.397.15, quizá de caballos y otros équidos BCH l.c., cf. Hippiatr.39.tít.
English (Strong)
from δυσ- and a comparative of ἐντός (meaning a bowel); a "dysentery": bloody flux.
Greek Monolingual
και λυσιντερία, η (AM δυσεντερία
Μ και λυσιντερία)
οξεία λοιμώδης νόσος με οδυνηρή και αιματηρή διάρροια, η οποία προκαλεί ελκώδεις βλάβες του βλεννογόνου του εντέρου.