ὀστράκινος: Difference between revisions
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
(T22) |
(29) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ὀστρακινη, ὀστράκινον ([[ὄστρακον]] [[baked]] [[clay]]), made of [[clay]], [[earthen]]: [[σκεύη]] ὀστράκινα, [[Hippocrates]], Anthol. (others).) | |txtha=ὀστρακινη, ὀστράκινον ([[ὄστρακον]] [[baked]] [[clay]]), made of [[clay]], [[earthen]]: [[σκεύη]] ὀστράκινα, [[Hippocrates]], Anthol. (others).) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὀστράκινος]], -ίνη, -ον) ο κατασκευασμένος από όστρακο ή αυτός που αποτελείται από όστρακο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για [[αγγείο]]) [[πήλινος]], [[κεραμιδένιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄστρακον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πήλ</i>-<i>ινος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον,
A earthen, made of clay, of vessels, Hp.Nat.Mul.34, al., Pl.Com.114, AP7.645 (Crin.), 11.74 (Nicarch.), 2 Ep.Ti.2.20, 2 Ep.Cor.4.7, PLond.3.1177.95 (ii A. D.). 2 like earthenware, ὀστράκινατὸ δέρμα, = ὀστρακόδερμα, v.l. in Luc.Lex.6.
German (Pape)
[Seite 400] irden, thönern; σκεύη, N. T.; Luc. u. a. Sp., bes. von Geschirren, Töpfen u. dgl.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστράκῐνος: [ᾰ], -η, -ον, πήλινος, Λατ. testaceus, ἐπὶ ἀγγείων, Ἱππ. 576, 45, κ. ἀλλ., Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ποιητῇ» 2, Ἀνθ. Π. 7. 645., 11. 74, Καιν. Διαθ. 2) ὁ ἐξ ὀστράκου, ὀστράκινα τὸ δέρμα = ὀστρακόδερμα, Λουκ. Λεξιφ. 6.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
semblable à de la vaisselle de terre.
Étymologie: ὄστρακον.
Spanish
English (Strong)
from ostrakon ("oyster") (a tile, i.e. terra cotta); earthen-ware, i.e. clayey; by implication, frail: of earth, earthen.
English (Thayer)
ὀστρακινη, ὀστράκινον (ὄστρακον baked clay), made of clay, earthen: σκεύη ὀστράκινα, Hippocrates, Anthol. (others).)
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὀστράκινος, -ίνη, -ον) ο κατασκευασμένος από όστρακο ή αυτός που αποτελείται από όστρακο
μσν.-αρχ.
(για αγγείο) πήλινος, κεραμιδένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + κατάλ. -ινος (πρβλ. πήλ-ινος)].