χρυσάετος: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
(47b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chrysaetos | |Transliteration C=chrysaetos | ||
|Beta Code=xrusa/etos | |Beta Code=xrusa/etos | ||
|Definition=[ᾱ], ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=[ᾱ], ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[golden eagle]], <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>2.39</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:56, 1 July 2020
English (LSJ)
[ᾱ], ὁ,
A golden eagle, Ael.NA2.39.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσάετος: ὁ, εἶδος ἀετοῦ, «ἀκούω δέ τι καὶ γένος ἀετῶν καὶ ὄνομα αὐτῷ χρυσάετον ἔθεντο, ἄλλοι δὲ ἀστερίαν τὸν αὐτὸν καλοῦσιν· ὁρᾶται δὲ οὐ πολλάκις» Αἰλ. περὶ Ζῴων 2. 39.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και χρυσαετός Ν, και δ. γρφ. χρυσαίετος Α
ζωολ. είδος αετού, γνωστό σήμερα με την επιστημονική ονομασία Αquila chrysaetus, που ζει στην Ελλάδα και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ἀετός. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chrysaetus].