άζηλος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και άζουλος -η, -ο (Α [[ἄζηλος]], -ον)<br />ο μη [[αξιοζήλευτος]], αυτός που δεν τον ζηλεύει [[κανείς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει ζήλο, [[κλίση]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[μεγάλη]] [[αξία]], ο μη [[αξιόλογος]]<br /><b>2.</b> [[δυστυχής]], [[θλιβερός]], [[καταθλιπτικός]] («ἄζηλον [[γῆρας]]»)<br /><b>3.</b> αυτός που δεν φθονεί κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[ζῆλος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αζηλία]]].
|mltxt=και άζουλος -η, -ο (Α [[ἄζηλος]], -ον)<br />ο μη [[αξιοζήλευτος]], αυτός που δεν τον ζηλεύει [[κανείς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει ζήλο, [[κλίση]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[μεγάλη]] [[αξία]], ο μη [[αξιόλογος]]<br /><b>2.</b> [[δυστυχής]], [[θλιβερός]], [[καταθλιπτικός]] («ἄζηλον [[γῆρας]]»)<br /><b>3.</b> αυτός που δεν φθονεί κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[ζῆλος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αζηλία]]].
}}
}}

Latest revision as of 21:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

και άζουλος -η, -ο (Α ἄζηλος, -ον)
ο μη αξιοζήλευτος, αυτός που δεν τον ζηλεύει κανείς
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ζήλο, κλίση σε κάτι
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει μεγάλη αξία, ο μη αξιόλογος
2. δυστυχής, θλιβερός, καταθλιπτικός («ἄζηλον γῆρας»)
3. αυτός που δεν φθονεί κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + ζῆλος.
ΠΑΡ. αζηλία].