άζηλος
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
Greek Monolingual
και άζουλος -η, -ο (Α ἄζηλος, -ον)
ο μη αξιοζήλευτος, αυτός που δεν τον ζηλεύει κανείς
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ζήλο, κλίση σε κάτι
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει μεγάλη αξία, ο μη αξιόλογος
2. δυστυχής, θλιβερός, καταθλιπτικός («ἄζηλον γῆρας»)
3. αυτός που δεν φθονεί κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + ζῆλος.
ΠΑΡ. αζηλία].