άκλειστος: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκλειστος]], -ον και ἄκληστος)<br />αυτός που δεν [[είναι]] κλεισμένος, δεν [[είναι]] στερεωμένος<br />«άφησε την πόρτα άκλειστη»<br />«ἄκληστ’ ἄδουλα δώμαθ’ ἑστίας λιπὼν» (<b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ασυμπλήρωτος]]<br />«έχει τα [[δέκα]] [[οχτώ]] άκλειστα»<br /><b>2.</b> ([[λογαριασμός]]) για τον οποίο δεν έχει γίνει [[εκκαθάριση]]<br /><b>3.</b> (εμπορική [[πράξη]]) που δεν έχει [[επίσημα]] συμφωνηθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κλειστὸς</i> (ή <i>κλῃστὸς</i>) <span style="color: red;"><</span> [[κλείω]] ([[κλῄω]])].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκλειστος]], -ον και ἄκληστος)<br />αυτός που δεν [[είναι]] κλεισμένος, δεν [[είναι]] στερεωμένος<br />«άφησε την πόρτα άκλειστη»<br />«ἄκληστ’ ἄδουλα δώμαθ’ ἑστίας λιπὼν» (<b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ασυμπλήρωτος]]<br />«έχει τα [[δέκα]] [[οχτώ]] άκλειστα»<br /><b>2.</b> ([[λογαριασμός]]) για τον οποίο δεν έχει γίνει [[εκκαθάριση]]<br /><b>3.</b> (εμπορική [[πράξη]]) που δεν έχει [[επίσημα]] συμφωνηθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κλειστὸς</i> (ή <i>κλῃστὸς</i>) <span style="color: red;"><</span> [[κλείω]] ([[κλῄω]])].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄκλειστος, -ον και ἄκληστος)
αυτός που δεν είναι κλεισμένος, δεν είναι στερεωμένος
«άφησε την πόρτα άκλειστη»
«ἄκληστ’ ἄδουλα δώμαθ’ ἑστίας λιπὼν» (Ευρ.)
νεοελλ.
1. ο ασυμπλήρωτος
«έχει τα δέκα οχτώ άκλειστα»
2. (λογαριασμός) για τον οποίο δεν έχει γίνει εκκαθάριση
3. (εμπορική πράξη) που δεν έχει επίσημα συμφωνηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + κλειστὸςκλῃστὸς) < κλείω (κλῄω)].