ακέραστος: Difference between revisions
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
(2) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκέραστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]], στον οποίο δεν έχει προσφερθεί [[κέρασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ανακατευθεί με άλλον, [[ασυγκέραστος]]<br />«ψυχὴ [[ἀκέραστος]] τόλμης» (Πλατ. Πολιτ. 310 d·)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> ο [[ασυναίρετος]]<br />«ἀκέραστοι γὰρ αἱ φωναὶ | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκέραστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]], στον οποίο δεν έχει προσφερθεί [[κέρασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ανακατευθεί με άλλον, [[ασυγκέραστος]]<br />«ψυχὴ [[ἀκέραστος]] τόλμης» (Πλατ. Πολιτ. 310 d·)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> ο [[ασυναίρετος]]<br />«ἀκέραστοι γὰρ αἱ φωναὶ τοῦ Ι καὶ τοῦ Α» (Δίον. Αλ. 5, 167, 10).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχαίο και το νεοελλ. [[ἀκέραστος]], σημασιολογικούς διάφορα, συνδέονται (έμμεσα) ετυμολογικά, [[αφού]] το νεοελλ. [[ακέραστος]] παράγεται από το [[κερνώ]] που ανάγεται στο αρχ. [[κεράννυμι]], το δε αρχ. [[ἀκέραστος]] από το [[κεραστός]], ρημ. επίθ. του [[κεράννυμι]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 15 February 2019
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκέραστος, -ον)
νεοελλ.
εκείνος, στον οποίο δεν έχει προσφερθεί κέρασμα
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ανακατευθεί με άλλον, ασυγκέραστος
«ψυχὴ ἀκέραστος τόλμης» (Πλατ. Πολιτ. 310 d·)
2. γραμμ. ο ασυναίρετος
«ἀκέραστοι γὰρ αἱ φωναὶ τοῦ Ι καὶ τοῦ Α» (Δίον. Αλ. 5, 167, 10).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχαίο και το νεοελλ. ἀκέραστος, σημασιολογικούς διάφορα, συνδέονται (έμμεσα) ετυμολογικά, αφού το νεοελλ. ακέραστος παράγεται από το κερνώ που ανάγεται στο αρχ. κεράννυμι, το δε αρχ. ἀκέραστος από το κεραστός, ρημ. επίθ. του κεράννυμι.