ἄκαστος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
(2)
(1)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄκαστος]], ο (Α)<br />«ἡ [[σφένδαμνος]]» (<b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. θεωρείται ότι προέρχεται από αρχικό τ. <i>ἄκαρ</i>-<i>στος</i> από [[ρίζα]] <i>ακ</i>-(«[[αιχμηρός]]» <b>κ.λπ.</b>) και [[είναι]] [[συγγενής]] ως [[προς]] την [[προέλευση]] με τις λ. [[ἄκαρνα]], λατ. <i>acer</i>, -<i>eris</i> και το γερμ. <i>Ahorn</i> «[[σφένδαμνος]]». Ως [[προς]] το [[τέρμα]] η λ. σχηματίζεται αναλογικά [[προς]] άλλα ονόματα [[φυτών]] που λήγουν σε -<i>στος</i>, <b>[[πρβλ]].</b> [[πλατάνιστος]]. Βλ. και [[λήμμα]] <i>ακ</i>-].
|mltxt=[[ἄκαστος]], ο (Α)<br />«ἡ [[σφένδαμνος]]» (<b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. θεωρείται ότι προέρχεται από αρχικό τ. <i>ἄκαρ</i>-<i>στος</i> από [[ρίζα]] <i>ακ</i>-(«[[αιχμηρός]]» <b>κ.λπ.</b>) και [[είναι]] [[συγγενής]] ως [[προς]] την [[προέλευση]] με τις λ. [[ἄκαρνα]], λατ. <i>acer</i>, -<i>eris</i> και το γερμ. <i>Ahorn</i> «[[σφένδαμνος]]». Ως [[προς]] το [[τέρμα]] η λ. σχηματίζεται αναλογικά [[προς]] άλλα ονόματα [[φυτών]] που λήγουν σε -<i>στος</i>, <b>[[πρβλ]].</b> [[πλατάνιστος]]. Βλ. και [[λήμμα]] <i>ακ</i>-].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b3">ἡ σφένδαμνος</b> H. [[maple]]<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: One assumes <b class="b3">*ἄκαρ-στος</b>, cognate with Lat. [[acer]], <b class="b2">-ris</b> [[maple]], OHG [[ahorn]] (which is connected with [[ἄκαρνα]] <b class="b3">δάφνη</b> H., q.v.), Gallorom. <b class="b2">*akar(n)os</b> <b class="b2">id.</b> (Hubschmied Rev. celt. 50, 263f.). See Osthoff Etym. Parerga 1, 187ff.; W.-Hofmann s. 1. [[acer]], Pok. 20. For the fomation cf. <b class="b3">πλατάνιστος</b>; cf. Chantr. Form. 302 (where the derivation from <b class="b2">*-id-to-</b> may be wrong). - However, plant names are often borrowed, and the formation is unclear. Fur. 371 compares <b class="b3">κάστον ξύλον</b>, <b class="b3">Ἀθαμᾶνες</b> H. For the meaning cf. (164) <b class="b3">σφένδαμνον ξύλον</b> H. His further comparison (343) with <b class="b3">κόστον</b> <b class="b2">wooden parts of a wagon</b> is less certain (he further points to Basque <b class="b2">gastigaŕ</b> [[maple]]).
}}
}}

Revision as of 21:19, 2 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκαστος Medium diacritics: ἄκαστος Low diacritics: άκαστος Capitals: ΑΚΑΣΤΟΣ
Transliteration A: ákastos Transliteration B: akastos Transliteration C: akastos Beta Code: a)/kastos

English (LSJ)

ὁ,

   A = σφένδαμνος, Hsch.

Greek Monolingual

ἄκαστος, ο (Α)
«ἡ σφένδαμνος» (Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεωρείται ότι προέρχεται από αρχικό τ. ἄκαρ-στος από ρίζα ακ-(«αιχμηρός» κ.λπ.) και είναι συγγενής ως προς την προέλευση με τις λ. ἄκαρνα, λατ. acer, -eris και το γερμ. Ahorn «σφένδαμνος». Ως προς το τέρμα η λ. σχηματίζεται αναλογικά προς άλλα ονόματα φυτών που λήγουν σε -στος, πρβλ. πλατάνιστος. Βλ. και λήμμα ακ-].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: ἡ σφένδαμνος H. maple
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: One assumes *ἄκαρ-στος, cognate with Lat. acer, -ris maple, OHG ahorn (which is connected with ἄκαρνα δάφνη H., q.v.), Gallorom. *akar(n)os id. (Hubschmied Rev. celt. 50, 263f.). See Osthoff Etym. Parerga 1, 187ff.; W.-Hofmann s. 1. acer, Pok. 20. For the fomation cf. πλατάνιστος; cf. Chantr. Form. 302 (where the derivation from *-id-to- may be wrong). - However, plant names are often borrowed, and the formation is unclear. Fur. 371 compares κάστον ξύλον, Ἀθαμᾶνες H. For the meaning cf. (164) σφένδαμνον ξύλον H. His further comparison (343) with κόστον wooden parts of a wagon is less certain (he further points to Basque gastigaŕ maple).