αλεύρι: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Μ ἀλεύριν)<br />το [[προϊόν]] της λεπτής αλέσεως σπόρων ([[κόκκων]]) ή άλλων αμυλούχων ιστών ή οργάνων τών [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το (Μ ἀλεύριν)<br />το [[προϊόν]] της λεπτής αλέσεως σπόρων ([[κόκκων]]) ή άλλων αμυλούχων ιστών ή οργάνων τών [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ἄλευρον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλευράς]], [[αλευρένιος]], [[αλευριά]], [[αλευρικό]], [[αλευρίλα]], [[αλευρίτικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλευραγορά]], [[αλευράπιδο]], [[αλευραποθήκη]], [[αλευροβιομηχανία]], [[αλευρογαλιά]], [[αλευρογυρίζω]], [[αλευροδόχη]], <i>αλευρυειδής</i>, [[αλευροζούμι]], [[αλευρόκολλα]], [[αλευροκόσκινο]], [[αλευρομαντεία]], [[αλευρόμετρο]], [[αλευρόμυλος]], [[αλευροπάζαρο]], [[αλευροποιός]], [[αλευροπώλης]], [[αλευρόσακος]], <i>αλευρότητα</i>, [[αλευροσκόρπης]], [[αλευροσκούληκο]], <i>αλευροστάφυλο</i>, [[αλευρούχος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:05, 29 December 2020
Greek Monolingual
το (Μ ἀλεύριν)
το προϊόν της λεπτής αλέσεως σπόρων (κόκκων) ή άλλων αμυλούχων ιστών ή οργάνων τών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. ἄλευρον.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλευράς, αλευρένιος, αλευριά, αλευρικό, αλευρίλα, αλευρίτικος.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλευραγορά, αλευράπιδο, αλευραποθήκη, αλευροβιομηχανία, αλευρογαλιά, αλευρογυρίζω, αλευροδόχη, αλευρυειδής, αλευροζούμι, αλευρόκολλα, αλευροκόσκινο, αλευρομαντεία, αλευρόμετρο, αλευρόμυλος, αλευροπάζαρο, αλευροποιός, αλευροπώλης, αλευρόσακος, αλευρότητα, αλευροσκόρπης, αλευροσκούληκο, αλευροστάφυλο, αλευρούχος].