ἀκαταπάτητος: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(4000)
 
(2)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)katapa/thtos
|Beta Code=a)katapa/thtos
|Definition=ον, v. l. for <b class="b3">ἀκατάποτος</b> (q. v.).
|Definition=ον, v. l. for <b class="b3">ἀκατάποτος</b> (q. v.).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταπάτητος]], -ον) [[καταπατῶ]]<br />[[εκείνος]] που δεν έχει καταπατηθεί ή δεν μπορεί να καταπατηθεί, να παραβιαστεί<br />«ακαταπάτητα κτήματα», «ακαταπάτητα δικαιώματα».
}}
}}

Revision as of 06:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαταπάτητος Medium diacritics: ἀκαταπάτητος Low diacritics: ακαταπάτητος Capitals: ΑΚΑΤΑΠΑΤΗΤΟΣ
Transliteration A: akatapátētos Transliteration B: akatapatētos Transliteration C: akatapatitos Beta Code: a)katapa/thtos

English (LSJ)

ον, v. l. for ἀκατάποτος (q. v.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκαταπάτητος, -ον) καταπατῶ
εκείνος που δεν έχει καταπατηθεί ή δεν μπορεί να καταπατηθεί, να παραβιαστεί
«ακαταπάτητα κτήματα», «ακαταπάτητα δικαιώματα».