ἀτυφία: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
(big3_7)
(6)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[ausencia de arrogancia]] u [[ostentación]], [[modestia]] τοῖς δὲ ... εὐτελέσι μετὰ σωφροσύνης οὐκ ἔστι καὶ ἀτυφίας (χρῆσθαι) Bio Bor.<i>Fr</i>.16A, cf. Phld.<i>Coll</i>.2.2, κενή Plu.2.82b, ἀ. καὶ [[ἀφέλεια]] Plu.2.582b, τοῦ Κάτωνος Plu.<i>Cat.Mi</i>.11, τοῦ Σωκράτους Procl.<i>in Alc</i>.312, αἰσχυνομένη Plu.<i>Comp.Lyc.Num</i>.3, τῆς ἀτυφίας ... ὑπομιμνῄσκουσα ref. a la Comedia Antigua, M.Ant.11.6, οἱ τὴν ἀτυφίαν ἀσπασάμενοι Iul.<i>Or</i>.7.214b, cf. Antisth.111, Ph.1.376<br /><b class="num">•</b>en lit. crist. [[humildad]] ἐλαττωτικὸς γὰρ [[ἑαυτοῦ]] διὰ ἀτυφίαν ὑπάρχει Didym.<i>in Iob</i> 12.4.<br /><b class="num">2</b> [[frugalidad]] περὶ τῆς κατὰ τὰ βρώματα ἀτυφίας καὶ ἁπλότητος Basil.M.31.1413B.
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[ausencia de arrogancia]] u [[ostentación]], [[modestia]] τοῖς δὲ ... εὐτελέσι μετὰ σωφροσύνης οὐκ ἔστι καὶ ἀτυφίας (χρῆσθαι) Bio Bor.<i>Fr</i>.16A, cf. Phld.<i>Coll</i>.2.2, κενή Plu.2.82b, ἀ. καὶ [[ἀφέλεια]] Plu.2.582b, τοῦ Κάτωνος Plu.<i>Cat.Mi</i>.11, τοῦ Σωκράτους Procl.<i>in Alc</i>.312, αἰσχυνομένη Plu.<i>Comp.Lyc.Num</i>.3, τῆς ἀτυφίας ... ὑπομιμνῄσκουσα ref. a la Comedia Antigua, M.Ant.11.6, οἱ τὴν ἀτυφίαν ἀσπασάμενοι Iul.<i>Or</i>.7.214b, cf. Antisth.111, Ph.1.376<br /><b class="num">•</b>en lit. crist. [[humildad]] ἐλαττωτικὸς γὰρ [[ἑαυτοῦ]] διὰ ἀτυφίαν ὑπάρχει Didym.<i>in Iob</i> 12.4.<br /><b class="num">2</b> [[frugalidad]] περὶ τῆς κατὰ τὰ βρώματα ἀτυφίας καὶ ἁπλότητος Basil.M.31.1413B.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀτυφία]], η (Α) [[άτυφος]]<br />[[έλλειψη]] αλαζονείας, [[ταπεινοφροσύνη]].
}}
}}

Revision as of 06:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτῡφία Medium diacritics: ἀτυφία Low diacritics: ατυφία Capitals: ΑΤΥΦΙΑ
Transliteration A: atyphía Transliteration B: atyphia Transliteration C: atyfia Beta Code: a)tufi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A freedom from arrogance, Men.304, Plu.2.82b, Jul.Or. 7.214b.

German (Pape)

[Seite 390] ἡ, Anmaßungslosigkeit, Plut. Lyc. et Num. 3, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτῡφία: ἡ, ταπεινοφροσύνη, Μένανδ. ἐν «Κυβερνήταις» 4, Πλούτ. 2. 582Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
modestie.
Étymologie: ἄτυφος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 ausencia de arrogancia u ostentación, modestia τοῖς δὲ ... εὐτελέσι μετὰ σωφροσύνης οὐκ ἔστι καὶ ἀτυφίας (χρῆσθαι) Bio Bor.Fr.16A, cf. Phld.Coll.2.2, κενή Plu.2.82b, ἀ. καὶ ἀφέλεια Plu.2.582b, τοῦ Κάτωνος Plu.Cat.Mi.11, τοῦ Σωκράτους Procl.in Alc.312, αἰσχυνομένη Plu.Comp.Lyc.Num.3, τῆς ἀτυφίας ... ὑπομιμνῄσκουσα ref. a la Comedia Antigua, M.Ant.11.6, οἱ τὴν ἀτυφίαν ἀσπασάμενοι Iul.Or.7.214b, cf. Antisth.111, Ph.1.376
en lit. crist. humildad ἐλαττωτικὸς γὰρ ἑαυτοῦ διὰ ἀτυφίαν ὑπάρχει Didym.in Iob 12.4.
2 frugalidad περὶ τῆς κατὰ τὰ βρώματα ἀτυφίας καὶ ἁπλότητος Basil.M.31.1413B.

Greek Monolingual

ἀτυφία, η (Α) άτυφος
έλλειψη αλαζονείας, ταπεινοφροσύνη.