ἀσμενιστός: Difference between revisions

From LSJ

οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant

Source
(big3_7)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que se recibe con alegría]], [[grato]], [[aceptable]] Cic.<i>Att</i>.169.2, 177.9, τῷ δὲ οὐκ ἀσμενιστὸν ἐφάνη τὴν τοσαύτην ἀπολαβεῖν τιμήν I.<i>AI</i> 19.313, ἀ. καὶ φιλητόν Clem.Al.<i>Paed</i>.1.3.81, πάθος S.E.<i>P</i>.3.184, κίνημα S.E.<i>M</i>.11.85, κατάστασις Plot.6.7.30, ψῆφος Them.<i>Or</i>.31.355a, cf. 16.205c.
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que se recibe con alegría]], [[grato]], [[aceptable]] Cic.<i>Att</i>.169.2, 177.9, τῷ δὲ οὐκ ἀσμενιστὸν ἐφάνη τὴν τοσαύτην ἀπολαβεῖν τιμήν I.<i>AI</i> 19.313, ἀ. καὶ φιλητόν Clem.Al.<i>Paed</i>.1.3.81, πάθος S.E.<i>P</i>.3.184, κίνημα S.E.<i>M</i>.11.85, κατάστασις Plot.6.7.30, ψῆφος Them.<i>Or</i>.31.355a, cf. 16.205c.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀσμενιστός]], -ή, -όν (Α) [[ασμενίζω]]<br />ο [[ευχάριστος]], ο [[ευπρόσδεκτος]].
}}
}}

Revision as of 06:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσμενιστός Medium diacritics: ἀσμενιστός Low diacritics: ασμενιστός Capitals: ΑΣΜΕΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: asmenistós Transliteration B: asmenistos Transliteration C: asmenistos Beta Code: a)smenisto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A acceptable, welcome, S.E.M.11.85, Plot.6.7.30, Them.Or.16.205c; τινί J.AJ19.6.4.

German (Pape)

[Seite 372] beliebt, angenehm, Cic. Att. 2, 9; Sext. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσμενιστός: -ή, -όν, = ἀσπαστός, εὐχάριστος, εὐπρόσδεκτος, Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 11. 85, Ἰωσήπ. Ἰ. Α. 19. 6, 4, κλ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que se recibe con alegría, grato, aceptable Cic.Att.169.2, 177.9, τῷ δὲ οὐκ ἀσμενιστὸν ἐφάνη τὴν τοσαύτην ἀπολαβεῖν τιμήν I.AI 19.313, ἀ. καὶ φιλητόν Clem.Al.Paed.1.3.81, πάθος S.E.P.3.184, κίνημα S.E.M.11.85, κατάστασις Plot.6.7.30, ψῆφος Them.Or.31.355a, cf. 16.205c.

Greek Monolingual

ἀσμενιστός, -ή, -όν (Α) ασμενίζω
ο ευχάριστος, ο ευπρόσδεκτος.