ἀνωφέρεια: Difference between revisions

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
(big3_5)
(5)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[movimiento ascendente]]op. κατωφέρεια Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.92.<br /><b class="num">2</b> [[proyección hacia arriba]] τοῦ φωτός <i>Corp.Herm</i>.16.8.3.
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[movimiento ascendente]]op. κατωφέρεια Alex.Aphr.<i>Pr</i>.1.92.<br /><b class="num">2</b> [[proyección hacia arriba]] τοῦ φωτός <i>Corp.Herm</i>.16.8.3.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀνωφέρεια]])<br />η <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κλίση]] εδάφους [[προς]] τα [[επάνω]]<br /><b>2.</b> [[έδαφος]] με [[κλίση]] [[προς]] τα [[επάνω]], [[ανήφορος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κίνηση]] [[προς]] τα [[επάνω]].
}}
}}

Revision as of 06:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνωφέρεια Medium diacritics: ἀνωφέρεια Low diacritics: ανωφέρεια Capitals: ΑΝΩΦΕΡΕΙΑ
Transliteration A: anōphéreia Transliteration B: anōphereia Transliteration C: anofereia Beta Code: a)nwfe/reia

English (LSJ)

ἡ,

   A motion upwards, opp. κατωφ., Alex.Aphr.Pr.1.92.

German (Pape)

[Seite 269] ἡ, die Bewegung nach oben; die Steilheit, Sp. Von

Greek (Liddell-Scott)

ἀνωφέρεια: ἡ, ἡ πρὸς τὰ ἄνω φορά, ἢ ἀνήφορος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κατωφέρεια, Ἀλεξ. Ἀφρ. Πρβλ. 1. 92.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 movimiento ascendenteop. κατωφέρεια Alex.Aphr.Pr.1.92.
2 proyección hacia arriba τοῦ φωτός Corp.Herm.16.8.3.

Greek Monolingual

η (Α ἀνωφέρεια)
η νεοελλ.
1. κλίση εδάφους προς τα επάνω
2. έδαφος με κλίση προς τα επάνω, ανήφορος
αρχ.
κίνηση προς τα επάνω.