ο (Μ ἀνήφορος)
1. δρόμος ή τόπος ανηφορικός
2. δυσκολία, δοκιμασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανώφορος < αρχ. ανωφερής Το -η-της λ. ανήφορος πιθ. αναλογικά προς το κατήφορος (< κατώφορος < κατωφερής) όπου το η οφείλεται σε ρημ. αύξηση η (κατήφερε αντί κατάφερε) του ρ. καταφέρω.