ἀφεσμός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant

Source
(big3_8)
(7)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[enjambre]] ἀ. ..., ὥσπερ τῶν μελιττῶν, οὐ γίνεται ... ἀλλ' ἀεὶ ... [[αὐτοῦ]] μένουσι Arist.<i>HA</i> 629<sup>a</sup>9, ἐὰν ἀποπλανηθῇ ὁ ἀ. Arist.<i>HA</i> 624<sup>a</sup>28.
|dgtxt=-ου, ὁ [[enjambre]] ἀ. ..., ὥσπερ τῶν μελιττῶν, οὐ γίνεται ... ἀλλ' ἀεὶ ... [[αὐτοῦ]] μένουσι Arist.<i>HA</i> 629<sup>a</sup>9, ἐὰν ἀποπλανηθῇ ὁ ἀ. Arist.<i>HA</i> 624<sup>a</sup>28.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀφεσμός]], ο (Α)<br />το νέο [[σμήνος]] [[μελισσών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εσμός]] «[[σμήνος]] [[μελισσών]]», με [[επίδραση]] της λ. <i>άφεσις</i>].
}}
}}

Revision as of 06:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφεσμός Medium diacritics: ἀφεσμός Low diacritics: αφεσμός Capitals: ΑΦΕΣΜΟΣ
Transliteration A: aphesmós Transliteration B: aphesmos Transliteration C: afesmos Beta Code: a)fesmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A swarm of bees, Arist.HA629a9.

German (Pape)

[Seite 409] ὁ, Bjenenschwarm, Arist. H. A. 9, 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφεσμός: ὁ, νεαρὸν σμῆνος μελισσῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 42, 3.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ enjambre ἀ. ..., ὥσπερ τῶν μελιττῶν, οὐ γίνεται ... ἀλλ' ἀεὶ ... αὐτοῦ μένουσι Arist.HA 629a9, ἐὰν ἀποπλανηθῇ ὁ ἀ. Arist.HA 624a28.

Greek Monolingual

ἀφεσμός, ο (Α)
το νέο σμήνος μελισσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + εσμός «σμήνος μελισσών», με επίδραση της λ. άφεσις].