ἀκρότητος: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(big3_2)
(2)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> mús. [[no percutido al unísono]], de donde [[discordante]] κύμβαλα <i>Trag.Adesp</i>.93, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[no golpeado]], [[no batido]] γῆ Hld.9.8.2.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> mús. [[no percutido al unísono]], de donde [[discordante]] κύμβαλα <i>Trag.Adesp</i>.93, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[no golpeado]], [[no batido]] γῆ Hld.9.8.2.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκρότητος]] -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν αναδίδει ή δεν μπορεί να αναδώσει κρότο, ο [[αθόρυβος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη γη) αυτός που δεν χτυπήθηκε ή δεν πατήθηκε καλά για να γίνει [[σκληρός]], ο [[μαλακός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν αποδίδει αρμονικό ήχο όταν κρούεται, ο [[παράφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κροτητὸς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κροτῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 06:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρότητος Medium diacritics: ἀκρότητος Low diacritics: ακρότητος Capitals: ΑΚΡΟΤΗΤΟΣ
Transliteration A: akrótētos Transliteration B: akrotētos Transliteration C: akrotitos Beta Code: a)kro/thtos

English (LSJ)

ον,

   A not beaten down, Hld.9.8.    II not struck together or in unison, μέλη πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα Trag.Adesp.93 = Com.Adesp.1254, cf. Phot. s.v. οὐκ ἀποψάλακτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρότητος: -ον, ὁ μὴ κτυπηθεὶς ἢ πατηθεὶς καλῶς, περὶ γῆς, Ἡλιόδ. 9.8, ἴδε σημ. Α. Κοραῆ, τόμ. Β΄, σ. 288. ΙΙ. μὴ κτυπηθεὶς συγχρόνως μετά τινος ἄλλου, ἀσύμφωνος, μέλη πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα, Κωμ. Ἀνών. ἐν Meineke 4, σ. 606.

Spanish (DGE)

-ον
1 mús. no percutido al unísono, de donde discordante κύμβαλα Trag.Adesp.93, cf. Hsch.
2 no golpeado, no batido γῆ Hld.9.8.2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκρότητος -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν αναδίδει ή δεν μπορεί να αναδώσει κρότο, ο αθόρυβος
αρχ.
1. (για τη γη) αυτός που δεν χτυπήθηκε ή δεν πατήθηκε καλά για να γίνει σκληρός, ο μαλακός
2. αυτός που δεν αποδίδει αρμονικό ήχο όταν κρούεται, ο παράφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κροτητὸς < κροτῶ].