ἀπόσταγμα: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(big3_6)
(5)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[goteo]], [[chorreo]] τοῦ κυκεῶνος Tz.<i>ad Lyc</i>.607, <i>EM</i> 538.16G., τῆς σταφυλῆς Epaphr.51.
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[goteo]], [[chorreo]] τοῦ κυκεῶνος Tz.<i>ad Lyc</i>.607, <i>EM</i> 538.16G., τῆς σταφυλῆς Epaphr.51.
}}
{{grml
|mltxt=το (Μ [[ἀπόσταγμα]]) <b>νεοελλ.</b> [[υγρό]] που προήλθε από [[απόσταξη]] διαφόρων υλών<br /><b>μσν.</b><br />[[αφέψημα]], [[εκχύλισμα]].
}}
}}

Revision as of 06:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόσταγμα Medium diacritics: ἀπόσταγμα Low diacritics: απόσταγμα Capitals: ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ
Transliteration A: apóstagma Transliteration B: apostagma Transliteration C: apostagma Beta Code: a)po/stagma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which trickles down, κυκεῶνος Tz.ad Lyc. 607, EM538.16.

German (Pape)

[Seite 326] τό, das Herabgetröpfelte, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόσταγμα: τὸ τὸ στάζον ἀπό τινος, ἀπόσταγμα κυκεῶνος Τζέτζ. ἐν Λυκόφρ. 607.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
goteo, chorreo τοῦ κυκεῶνος Tz.ad Lyc.607, EM 538.16G., τῆς σταφυλῆς Epaphr.51.

Greek Monolingual

το (Μ ἀπόσταγμα) νεοελλ. υγρό που προήλθε από απόσταξη διαφόρων υλών
μσν.
αφέψημα, εκχύλισμα.