βωλοκόπος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_9) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ [[el que trabaja la tierra]], [[destripaterrones]] Δωδωναίῳ κυνί, βωλοκόπῳ τίτθη γεράνῳ προσεοικώς Cratin.5, cf. Poll.1.245, 10.129, Synes.<i>Ep</i>.125, <i>Gloss</i>.2.260, 3.261. | |dgtxt=-ου, ὁ [[el que trabaja la tierra]], [[destripaterrones]] Δωδωναίῳ κυνί, βωλοκόπῳ τίτθη γεράνῳ προσεοικώς Cratin.5, cf. Poll.1.245, 10.129, Synes.<i>Ep</i>.125, <i>Gloss</i>.2.260, 3.261. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[βωλοκόπος]])<br />ο [[εργάτης]] ή ο [[γεωργός]] που κάνει το [[βωλοκόπημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[βωλοκόπι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βώλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A clod-breaking, Cratin.5.
German (Pape)
[Seite 468] Erdschollen zerschlagend, Cratin. bei St. B. v. Δωδώνη, Poll. 1, 245.
Greek (Liddell-Scott)
βωλοκόπος: -ον, ὁ συντρίβων βώλους, Κρατῖν. Ἀρχ. 6.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ el que trabaja la tierra, destripaterrones Δωδωναίῳ κυνί, βωλοκόπῳ τίτθη γεράνῳ προσεοικώς Cratin.5, cf. Poll.1.245, 10.129, Synes.Ep.125, Gloss.2.260, 3.261.
Greek Monolingual
ο (Α βωλοκόπος)
ο εργάτης ή ο γεωργός που κάνει το βωλοκόπημα
νεοελλ.
το βωλοκόπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος + -κόπος < κόπτω.