βεκκεσέληνος: Difference between revisions
(big3_8) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[primitivo]], [[ignorante]]ref. a Estrepsíades, Ar.<i>Nu</i>.398, cf. Plu.2.881a. | |dgtxt=-ον<br />[[primitivo]], [[ignorante]]ref. a Estrepsíades, Ar.<i>Nu</i>.398, cf. Plu.2.881a. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=βεκκεσέλληνος, -ον (Α)<br />απαρχαιωμένος, ξεκουτιασμένος, [[ανόητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βέκος]] <span style="color: red;">+</span> [[σελήνη]], αν η λ. [[βέκος]] συνδεθεί με την [[έννοια]] της αρχαιότητας, ως η πιο αρχαία λ. που επινόησαν οι άνθρωποι]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (βέκος, cf. προσέληνος, and v. Hdt.2.2)
A = ἀρχαῖος, superannuated, doting, coined by Ar.Nu.398, cf. Plu.2.881a.
German (Pape)
[Seite 441] (nach Schol. Ar. Nubb. 397 auf die von Her. 2, 2 erzählte Sage gehend, daß βέκκος in der ältesten Sprache u. bei den Phrygern das Brot bedeutet, u. daß die Arkader προσέληνοι heißen; also) uralt, altfränkisch, einfältig; Ar. a. a. O.; Plut. plac. phil. 1, 7 λῆρος. Die Erkl. mondsüchtig scheint falsch.
Greek (Liddell-Scott)
βεκκεσέληνος: -ον, = ἀρχαῖος, ὁ διά τὴν ἀρχαιότητα ἀνίκανος, ἀνόητος, βλάξ, ὡς τὰ κρονικός, κρόνιος Ἀριστοφ. Νεφ. 398, πρβλ. Πλούτ. 2.881Α. (Ὁ Ἀριστοφάνης, φαίνεται, ἐδημιούργησε τήν λέξιν αἰνιττόμενος τὸ διήγημα περὶ τοῦ βέκος παρ’ Ἡροδ. 2.2. καὶ τὸν ἰσχυρισμὸν τῶν Ἀρκάδων ὅτι ἦσαν προσέληνοι).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
primitif ; simple, niais.
Étymologie: orig. inconnue ; -σέληνος de σελήνη.
Spanish (DGE)
-ον
primitivo, ignoranteref. a Estrepsíades, Ar.Nu.398, cf. Plu.2.881a.
Greek Monolingual
βεκκεσέλληνος, -ον (Α)
απαρχαιωμένος, ξεκουτιασμένος, ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βέκος + σελήνη, αν η λ. βέκος συνδεθεί με την έννοια της αρχαιότητας, ως η πιο αρχαία λ. που επινόησαν οι άνθρωποι].