δαπάνησις: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source
(big3_10)
(8)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[acción de consumir]] τὴν τροφὴν ἔχοντα δαπάνησιν τῶν προειρημένων ἡμέρων (πτηνῶν) que se alimentan devorando las (aves) domésticas mencionadas</i> Aristeas 146<br /><b class="num">•</b>[[consunción]] ῥοιάς ἐστι τῆς ἐγκανθίου σαρκὸς δ. ᾗ τὸ [[δάκρυον]] ἀπορρεῖ Gal.19.437.<br /><b class="num">2</b> [[cuenta de gastos]] κράτησον τὴν ἐπιστολὴν εἰς δαπάνησίν σου <i>Stud.Pal</i>.20.125.3 (V d.C.) en <i>ZPE</i> 76.1989.112.
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[acción de consumir]] τὴν τροφὴν ἔχοντα δαπάνησιν τῶν προειρημένων ἡμέρων (πτηνῶν) que se alimentan devorando las (aves) domésticas mencionadas</i> Aristeas 146<br /><b class="num">•</b>[[consunción]] ῥοιάς ἐστι τῆς ἐγκανθίου σαρκὸς δ. ᾗ τὸ [[δάκρυον]] ἀπορρεῖ Gal.19.437.<br /><b class="num">2</b> [[cuenta de gastos]] κράτησον τὴν ἐπιστολὴν εἰς δαπάνησίν σου <i>Stud.Pal</i>.20.125.3 (V d.C.) en <i>ZPE</i> 76.1989.112.
}}
{{grml
|mltxt=[[δαπάνησις]], η (AM [[δαπανώ]]<br />το να δαπανηθεί ή να καταναλωθεί [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 06:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰπᾰνησις Medium diacritics: δαπάνησις Low diacritics: δαπάνησις Capitals: ΔΑΠΑΝΗΣΙΣ
Transliteration A: dapánēsis Transliteration B: dapanēsis Transliteration C: dapanisis Beta Code: dapa/nhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A consuming, devouring, Aristeas 146.

German (Pape)

[Seite 522] ἡ, das Aufwenden, Aufwand, Arist. bei Euseb. praep. ev. 372 c.

Greek (Liddell-Scott)

δαπάνησις: -εως, ἡ, δαπάνη, ἔξοδον, Εὐσ. Ε. Π. 372C.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 acción de consumir τὴν τροφὴν ἔχοντα δαπάνησιν τῶν προειρημένων ἡμέρων (πτηνῶν) que se alimentan devorando las (aves) domésticas mencionadas Aristeas 146
consunción ῥοιάς ἐστι τῆς ἐγκανθίου σαρκὸς δ. ᾗ τὸ δάκρυον ἀπορρεῖ Gal.19.437.
2 cuenta de gastos κράτησον τὴν ἐπιστολὴν εἰς δαπάνησίν σου Stud.Pal.20.125.3 (V d.C.) en ZPE 76.1989.112.

Greek Monolingual

δαπάνησις, η (AM δαπανώ
το να δαπανηθεί ή να καταναλωθεί κάτι.