γηθυλλίς: Difference between revisions
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
(big3_10) |
(8) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. γᾱθυλλίς Epich.80<br />bot.<br /><b class="num">1</b> [[cebolla]] o [[cebolleta]] variedad del [[Allium cepa L.]] ἐν δὲ σκόροδα δύο καὶ γαθυλλίδες δύο Epich.l.c., cf. Eub.88.3, Phryn.Com.12, Nic.<i>Al</i>.431, Polem.Hist.36, Epaenetus en Ath.371e, <i>IG</i> 5(1).1511.7 (Esparta), Hsch.s.u. γήθυα.<br /><b class="num">2</b> [[ajopuerro]] Moer.106. | |dgtxt=-ίδος, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. γᾱθυλλίς Epich.80<br />bot.<br /><b class="num">1</b> [[cebolla]] o [[cebolleta]] variedad del [[Allium cepa L.]] ἐν δὲ σκόροδα δύο καὶ γαθυλλίδες δύο Epich.l.c., cf. Eub.88.3, Phryn.Com.12, Nic.<i>Al</i>.431, Polem.Hist.36, Epaenetus en Ath.371e, <i>IG</i> 5(1).1511.7 (Esparta), Hsch.s.u. γήθυα.<br /><b class="num">2</b> [[ajopuerro]] Moer.106. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[γηθυλλίς]] και δωρ. τ. γαθυλλίς, η (Α)<br />[[είδος]] πράσου, αμπελόπρασο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. [[γηθυλλίς]] θεωρήθηκε σύνθετη ([[γηθυλλίς]]) και ερμηνεύτηκε ως «[[σάκος]] χώματος» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θύλαξ</i>) [[καθώς]] και η λ. [[γήθυον]] (<i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> [[θύον]] «[[σάκος]]»). Ίσως όμως θα ήταν προτιμότερο η λ. [[γηθυλλίς]] να θεωρηθεί υποκοριστικό του [[γήθυον]], το οποίο αποτελεί πιθ. υστερογενή σχηματισμό από το ρ. [[γηθέω]]. Ο τ. [[γήτειον]] παραμένει [[ανερμήνευτος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:26, 29 September 2017
English (LSJ)
Dor. γᾱθ- Epich.134, ίδος, ἡ, Dim. of γήθυον:—
A spring onion (acc. to Moer.115, the Att. equivalent for ἀμπελόπρασον), Epich. l. c., Eub.89.3, Nic.Al.431, Epaenet. ap. Ath.9.371e, IG5(1).1511 (Sparta, prob.).
Greek (Liddell-Scott)
γηθυλλίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ γήθυον (κατὰ τὸν Μοῖρ. 115, τὸ παρ’ Ἀττ. ἰσοδύναμον πρὸς τὸ ἀμπελόπρασον · Ἐπίχ. (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ γᾱθυλλίς) 89 Ahr., Εὔβουλ. Πορν. 2, Νίκ. Ἀλ. 431.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
• Alolema(s): dór. γᾱθυλλίς Epich.80
bot.
1 cebolla o cebolleta variedad del Allium cepa L. ἐν δὲ σκόροδα δύο καὶ γαθυλλίδες δύο Epich.l.c., cf. Eub.88.3, Phryn.Com.12, Nic.Al.431, Polem.Hist.36, Epaenetus en Ath.371e, IG 5(1).1511.7 (Esparta), Hsch.s.u. γήθυα.
2 ajopuerro Moer.106.
Greek Monolingual
γηθυλλίς και δωρ. τ. γαθυλλίς, η (Α)
είδος πράσου, αμπελόπρασο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. γηθυλλίς θεωρήθηκε σύνθετη (γηθυλλίς) και ερμηνεύτηκε ως «σάκος χώματος» (πρβλ. θύλαξ) καθώς και η λ. γήθυον (γη + θύον «σάκος»). Ίσως όμως θα ήταν προτιμότερο η λ. γηθυλλίς να θεωρηθεί υποκοριστικό του γήθυον, το οποίο αποτελεί πιθ. υστερογενή σχηματισμό από το ρ. γηθέω. Ο τ. γήτειον παραμένει ανερμήνευτος].