δικαιοπράγημα: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
(big3_11) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[acción recta]] τὸ δὲ δ. τὸ τὰ δίκαια πράττειν Arist.<i>MM</i> 1195<sup>a</sup>12, cf. 20, <i>EN</i> 1135<sup>a</sup>12, Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.73, M.Ant.11.20. | |dgtxt=-ματος, τό<br />[[acción recta]] τὸ δὲ δ. τὸ τὰ δίκαια πράττειν Arist.<i>MM</i> 1195<sup>a</sup>12, cf. 20, <i>EN</i> 1135<sup>a</sup>12, Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.73, M.Ant.11.20. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δικαιοπράγημα]], το (Α)<br />[[δικαιοπραγώ]]<br />δίκαιη [[πράξη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A just or righteous act, Id.EN1135a12, Chrysipp.Stoic.3.73.
German (Pape)
[Seite 626] τό, gerechte Handlung; Arist. Eth. 5, 7; Plut. stoic. rep. 15.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαιοπράγημα: τό, πρᾶξις δικαία, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 7, 7.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
action juste.
Étymologie: δικαιοπραγέω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
acción recta τὸ δὲ δ. τὸ τὰ δίκαια πράττειν Arist.MM 1195a12, cf. 20, EN 1135a12, Chrysipp.Stoic.3.73, M.Ant.11.20.
Greek Monolingual
δικαιοπράγημα, το (Α)
δικαιοπραγώ
δίκαιη πράξη.