διήθημα: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(big3_11) |
(9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[lo que resulta de filtrar]], [[filtrado]], [[decantación]] τὸ δ. τῆς εἰρημένης γῆς Sor. en Aët.16.71, δ. αἵματος dicho de la orina, Steph.<i>Ur</i>.1. | |dgtxt=-ματος, τό<br />[[lo que resulta de filtrar]], [[filtrado]], [[decantación]] τὸ δ. τῆς εἰρημένης γῆς Sor. en Aët.16.71, δ. αἵματος dicho de la orina, Steph.<i>Ur</i>.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[διήθημα]]) [[διηθώ]]<br />το [[προϊόν]] της διήθησης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> το καθαρό [[υγρό]] που λαμβάνεται [[μετά]] τη [[διήθηση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A product of sifting: δ. γῆς riddled earth, Sor.2.88; δ. αἵματος, of urine, Steph.Urin. 1.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
lo que resulta de filtrar, filtrado, decantación τὸ δ. τῆς εἰρημένης γῆς Sor. en Aët.16.71, δ. αἵματος dicho de la orina, Steph.Ur.1.
Greek Monolingual
το (Α διήθημα) διηθώ
το προϊόν της διήθησης
νεοελλ.
χημ. το καθαρό υγρό που λαμβάνεται μετά τη διήθηση.