δοκάζω: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(big3_12) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[estar a la espera]] πλόον [[δοκάζω]] Sophr.52, cf. S.<i>Fr</i>.221.23, cf. ἐδόκαζεν· ἀπεδέχετο Hsch. | |dgtxt=[[estar a la espera]] πλόον [[δοκάζω]] Sophr.52, cf. S.<i>Fr</i>.221.23, cf. ἐδόκαζεν· ἀπεδέχετο Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δοκάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παρατηρώ]]<br /><b>2.</b> [[περιμένω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σχηματισμός [[κατά]] τα σε <i>–άζω</i> από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>δεκ</i>- του [[δέχομαι]], όπως εξάλλου και το [[δοκώ]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
A wait for, πλόον Sophr.52, cf. S.Fr.221.23.
German (Pape)
[Seite 652] = δοκεύω, beobachten, abpassen, Sophr. bei Demetr. Phal. 151.
Greek (Liddell-Scott)
δοκάζω: μέλλ. -άσω, περιμένω, Σώφρων παρὰ Δημ. Φαλ. 151.
Spanish (DGE)
estar a la espera πλόον δοκάζω Sophr.52, cf. S.Fr.221.23, cf. ἐδόκαζεν· ἀπεδέχετο Hsch.
Greek Monolingual
δοκάζω (Α)
1. παρατηρώ
2. περιμένω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός κατά τα σε –άζω από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας δεκ- του δέχομαι, όπως εξάλλου και το δοκώ].