δοξάριον: Difference between revisions

From LSJ

Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh

Menander, Monostichoi, 137
(big3_12)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">1</b> [[honor]], [[dignidad o cargo de poca importancia]] pero valorado por vanidad [[βάλε]] κορασίδιον ...· ἂν δὲ, δ. Arr.<i>Epict</i>.2.22.11, cf. 1.18.22, Epict.<i>Ench</i>.18, c. marcado matiz peyor. τὸ δύστηνον ἐκεῖνο δ. προετίμων τοῦ βίου Luc.<i>DMort</i>.26.2, cf. <i>Peregr</i>.8, τὸ [[δοξάριον]] τοῦ κόσμου τούτου la vanagloria de este mundo</i> Isid.Pel.M.78.1640, δοξάρια κοσμικὰ καὶ ἡ ἑτέρα ἐξιτηλία Cyr.Al.M.69.949B, cf. Gr.Naz.<i>Ep</i>.178.10, M.37.844A, Origenes <i>Cels</i>.3.9.<br /><b class="num">2</b> [[opinión]] c. matiz despect. τὰ τῶν ἀνοσίων αἱρετικῶν δοξάρια Cyr.Al.M.69.280C, ἀπόπτυστα δοξάρια Cyr.Al.<i>Ep</i>.50.21.
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">1</b> [[honor]], [[dignidad o cargo de poca importancia]] pero valorado por vanidad [[βάλε]] κορασίδιον ...· ἂν δὲ, δ. Arr.<i>Epict</i>.2.22.11, cf. 1.18.22, Epict.<i>Ench</i>.18, c. marcado matiz peyor. τὸ δύστηνον ἐκεῖνο δ. προετίμων τοῦ βίου Luc.<i>DMort</i>.26.2, cf. <i>Peregr</i>.8, τὸ [[δοξάριον]] τοῦ κόσμου τούτου la vanagloria de este mundo</i> Isid.Pel.M.78.1640, δοξάρια κοσμικὰ καὶ ἡ ἑτέρα ἐξιτηλία Cyr.Al.M.69.949B, cf. Gr.Naz.<i>Ep</i>.178.10, M.37.844A, Origenes <i>Cels</i>.3.9.<br /><b class="num">2</b> [[opinión]] c. matiz despect. τὰ τῶν ἀνοσίων αἱρετικῶν δοξάρια Cyr.Al.M.69.280C, ἀπόπτυστα δοξάρια Cyr.Al.<i>Ep</i>.50.21.
}}
{{grml
|mltxt=[[δοξάριον]], το (Α)<br /><b>1.</b> ανάξια λόγου τιμητική [[διάκριση]], ασήμαντο [[αξίωμα]]<br /><b>2.</b> ασήμαντη [[δοξασία]], [[θεωρία]], [[διδασκαλία]].
}}
}}

Revision as of 06:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοξάριον Medium diacritics: δοξάριον Low diacritics: δοξάριον Capitals: ΔΟΞΑΡΙΟΝ
Transliteration A: doxárion Transliteration B: doxarion Transliteration C: doksarion Beta Code: doca/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of δόξα, Arr.Epict.2.22.11, Luc.Peregr.8.

German (Pape)

[Seite 657] τό, dim. von δόξα, kleiner, nichtiger Ruhm; Isocr. ep. 10, 1; Luc. D. M. 15, 2.

Greek (Liddell-Scott)

δοξάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ δόξα, Λατ. gloriola, Ἰσοκρ. Ἐπ. 10, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 11.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite gloire, gloriole.
Étymologie: δόξα.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 honor, dignidad o cargo de poca importancia pero valorado por vanidad βάλε κορασίδιον ...· ἂν δὲ, δ. Arr.Epict.2.22.11, cf. 1.18.22, Epict.Ench.18, c. marcado matiz peyor. τὸ δύστηνον ἐκεῖνο δ. προετίμων τοῦ βίου Luc.DMort.26.2, cf. Peregr.8, τὸ δοξάριον τοῦ κόσμου τούτου la vanagloria de este mundo Isid.Pel.M.78.1640, δοξάρια κοσμικὰ καὶ ἡ ἑτέρα ἐξιτηλία Cyr.Al.M.69.949B, cf. Gr.Naz.Ep.178.10, M.37.844A, Origenes Cels.3.9.
2 opinión c. matiz despect. τὰ τῶν ἀνοσίων αἱρετικῶν δοξάρια Cyr.Al.M.69.280C, ἀπόπτυστα δοξάρια Cyr.Al.Ep.50.21.

Greek Monolingual

δοξάριον, το (Α)
1. ανάξια λόγου τιμητική διάκριση, ασήμαντο αξίωμα
2. ασήμαντη δοξασία, θεωρία, διδασκαλία.