διάδηλος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting

Source
(big3_11)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ζάδηλος Alc.208a.7, hiperdor. διάδαλος <i>Dialex</i>.1.11<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [fem. -η Arist.<i>HA</i> 613<sup>b</sup>1]<br /><b class="num">1</b> de concr. y pers. [[distinguible]], [[claramente reconocible]], [[fácil de identificar]] por los sentidos, esp. la vista αὐτοὶ δὲ διάδηλοι ἔμελλον ἔσεσθαι Th.4.68, (τὰς θηλείας) διαδήλας εἶναι τῷ ἔχειν τὰ περὶ τὰ χείλη σκληρά Arist.l.c., διὰ τὸ μὴ σφόδρα διαδήλους εἶναι τὰς ὀσμάς Arist.<i>de An</i>.421<sup>a</sup>31, περὶ δὲ τῆς λειότητος ... οὐ γὰρ [[ἄλλως]] διάδηλον γίνεται Hp.<i>Mul</i>.1.21, cf. <i>Genit</i>.6, τῶν μὲν ἀρσένων σφόδρα διάδηλα γίνεται πάντα en los varones todas las partes (del feto) son muy reconocibles</i>, Hp.<i>Oct</i>.1.10, cf. <i>SEG</i> 9.72.106 (Cirene IV a.C.), ἢν δὲ συμπεφύκῃ τῇ κύστει λίθος, δ. μὲν τῇσι μελεδόσι Aret.<i>SD</i> 2.4.3.<br /><b class="num">2</b> de abstr. [[claro]], [[manifiesto]], [[evidente]] ἔχει τινὰ ἕξιν τῆς ψυχῆς, ἣ δ. ἐκ τῆς ἀκοσμίας τοῦ τρόπου γίγνεται Aeschin.1.189, καὶ πρὸς θεοὺς καὶ πρὸς ἀνθρώπους διάδηλον ἔσχηκε τὴν φιλοτιμίαν la generosidad que ha tenido para con los dioses y los hombres ha sido manifiesta</i>, <i>IClaros</i> 1.M.3.5 (II a.C.), cf. <i>FD</i> 1.480.13 (I a.C.), ἐπὶ μὲν γὰρ τῶν τῆς γῆς ἀγώνων δ. ἡ ἀρετὴ γίνεται D.S.20.51, cf. 16.86, ὅπως δὲ ᾖ δ. ἁ δεδομένα ὑπ' αὐτῶν τᾷ πόλει χάρις <i>SEG</i> 23.207.38 (Mesene I a.C.)<br /><b class="num">•</b>en constr. pers., c. part. pred. ὥστε δ. εἶναι παρὰ τοὺς ἄλλους εὐτακτῶν hasta el punto de que destacaba sobre los demás en disciplina</i> X.<i>Mem</i>.4.4.1, ἵνα τοῖς ... ἡγεμόσι, προκινδυνεύοντες ἐρρωμένως καὶ μή, διάδηλοι γίνωνται Plb.6.22.3, c. or. complet. c. ὅτι: μηδενὶ πλὴν μόνῳ τῷ ἀναπνεῖν ὅτι ζῇ διάδηλον οὖσαν Arist.<i>Fr</i>.43, cf. LXX <i>Ge</i>.41.21.<br /><b class="num">3</b> de pers. [[famoso]], [[renombrado]] en buen o mal sent., c. dat. de causa διάδηλοι ταῖς κακίαις γενόμενοι de los de Sodoma, LXX 3<i>Ma</i>.2.5, c. prep. ἐπὶ τῇ παιδείᾳ ... διάδηλον ἑαυτὸν πεποιηκέναι <i>OGI</i> 504.9 (Ezanos II d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[conocido]], [[identificado]] ἵνα, διαδήλων γενομένων, δύνηταί τις ἀμύνεσθαι Pl.<i>R</i>.474b.<br /><b class="num">4</b> prob. [[que deja ver a través]] por agujeros o transparencias λαῖφος Alc.l.c., pero v. s.u. ζάδηλος.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[a las claras]], [[claramente]] τοῦτο ποιήσασθαι Eus.<i>Theoph</i>.7.13, cf. Eust.367.43, Sch.Er.<i>Il</i>.2.860.
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ζάδηλος Alc.208a.7, hiperdor. διάδαλος <i>Dialex</i>.1.11<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [fem. -η Arist.<i>HA</i> 613<sup>b</sup>1]<br /><b class="num">1</b> de concr. y pers. [[distinguible]], [[claramente reconocible]], [[fácil de identificar]] por los sentidos, esp. la vista αὐτοὶ δὲ διάδηλοι ἔμελλον ἔσεσθαι Th.4.68, (τὰς θηλείας) διαδήλας εἶναι τῷ ἔχειν τὰ περὶ τὰ χείλη σκληρά Arist.l.c., διὰ τὸ μὴ σφόδρα διαδήλους εἶναι τὰς ὀσμάς Arist.<i>de An</i>.421<sup>a</sup>31, περὶ δὲ τῆς λειότητος ... οὐ γὰρ [[ἄλλως]] διάδηλον γίνεται Hp.<i>Mul</i>.1.21, cf. <i>Genit</i>.6, τῶν μὲν ἀρσένων σφόδρα διάδηλα γίνεται πάντα en los varones todas las partes (del feto) son muy reconocibles</i>, Hp.<i>Oct</i>.1.10, cf. <i>SEG</i> 9.72.106 (Cirene IV a.C.), ἢν δὲ συμπεφύκῃ τῇ κύστει λίθος, δ. μὲν τῇσι μελεδόσι Aret.<i>SD</i> 2.4.3.<br /><b class="num">2</b> de abstr. [[claro]], [[manifiesto]], [[evidente]] ἔχει τινὰ ἕξιν τῆς ψυχῆς, ἣ δ. ἐκ τῆς ἀκοσμίας τοῦ τρόπου γίγνεται Aeschin.1.189, καὶ πρὸς θεοὺς καὶ πρὸς ἀνθρώπους διάδηλον ἔσχηκε τὴν φιλοτιμίαν la generosidad que ha tenido para con los dioses y los hombres ha sido manifiesta</i>, <i>IClaros</i> 1.M.3.5 (II a.C.), cf. <i>FD</i> 1.480.13 (I a.C.), ἐπὶ μὲν γὰρ τῶν τῆς γῆς ἀγώνων δ. ἡ ἀρετὴ γίνεται D.S.20.51, cf. 16.86, ὅπως δὲ ᾖ δ. ἁ δεδομένα ὑπ' αὐτῶν τᾷ πόλει χάρις <i>SEG</i> 23.207.38 (Mesene I a.C.)<br /><b class="num">•</b>en constr. pers., c. part. pred. ὥστε δ. εἶναι παρὰ τοὺς ἄλλους εὐτακτῶν hasta el punto de que destacaba sobre los demás en disciplina</i> X.<i>Mem</i>.4.4.1, ἵνα τοῖς ... ἡγεμόσι, προκινδυνεύοντες ἐρρωμένως καὶ μή, διάδηλοι γίνωνται Plb.6.22.3, c. or. complet. c. ὅτι: μηδενὶ πλὴν μόνῳ τῷ ἀναπνεῖν ὅτι ζῇ διάδηλον οὖσαν Arist.<i>Fr</i>.43, cf. LXX <i>Ge</i>.41.21.<br /><b class="num">3</b> de pers. [[famoso]], [[renombrado]] en buen o mal sent., c. dat. de causa διάδηλοι ταῖς κακίαις γενόμενοι de los de Sodoma, LXX 3<i>Ma</i>.2.5, c. prep. ἐπὶ τῇ παιδείᾳ ... διάδηλον ἑαυτὸν πεποιηκέναι <i>OGI</i> 504.9 (Ezanos II d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[conocido]], [[identificado]] ἵνα, διαδήλων γενομένων, δύνηταί τις ἀμύνεσθαι Pl.<i>R</i>.474b.<br /><b class="num">4</b> prob. [[que deja ver a través]] por agujeros o transparencias λαῖφος Alc.l.c., pero v. s.u. ζάδηλος.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[a las claras]], [[claramente]] τοῦτο ποιήσασθαι Eus.<i>Theoph</i>.7.13, cf. Eust.367.43, Sch.Er.<i>Il</i>.2.860.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[διάδηλος]], -ον) [[δήλος]]<br />[[ολοφάνερος]], [[πασίδηλος]].
}}
}}

Revision as of 06:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάδηλος Medium diacritics: διάδηλος Low diacritics: διάδηλος Capitals: ΔΙΑΔΗΛΟΣ
Transliteration A: diádēlos Transliteration B: diadēlos Transliteration C: diadilos Beta Code: dia/dhlos

English (LSJ)

ον, also η, ον Arist.HA613b1:—

   A distinguishable among others, Th.4.68, Pl.R.474b, Plb.6.22.3; δ. παρὰ τοὺς ἄλλους D.H.1.72; of a person, distinguished, OGI504.9 (Aezani): c. part., δ. εἶναι εὐτακτῶν X.Mem.4.4.1: c. dat., δ. τῇσι μελεδώνῃσι Aret.SD2.4.

Greek (Liddell-Scott)

διάδηλος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 7, 10· ― πάνυ δῆλος, φανερώτατος (ὁλοφάνερος), Θουκ. 4. 68, Πλάτ. Πολ. 474Β, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
visible ou reconnaissable entre tous.
Étymologie: διά, δῆλος.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ζάδηλος Alc.208a.7, hiperdor. διάδαλος Dialex.1.11

• Morfología: [fem. -η Arist.HA 613b1]
1 de concr. y pers. distinguible, claramente reconocible, fácil de identificar por los sentidos, esp. la vista αὐτοὶ δὲ διάδηλοι ἔμελλον ἔσεσθαι Th.4.68, (τὰς θηλείας) διαδήλας εἶναι τῷ ἔχειν τὰ περὶ τὰ χείλη σκληρά Arist.l.c., διὰ τὸ μὴ σφόδρα διαδήλους εἶναι τὰς ὀσμάς Arist.de An.421a31, περὶ δὲ τῆς λειότητος ... οὐ γὰρ ἄλλως διάδηλον γίνεται Hp.Mul.1.21, cf. Genit.6, τῶν μὲν ἀρσένων σφόδρα διάδηλα γίνεται πάντα en los varones todas las partes (del feto) son muy reconocibles, Hp.Oct.1.10, cf. SEG 9.72.106 (Cirene IV a.C.), ἢν δὲ συμπεφύκῃ τῇ κύστει λίθος, δ. μὲν τῇσι μελεδόσι Aret.SD 2.4.3.
2 de abstr. claro, manifiesto, evidente ἔχει τινὰ ἕξιν τῆς ψυχῆς, ἣ δ. ἐκ τῆς ἀκοσμίας τοῦ τρόπου γίγνεται Aeschin.1.189, καὶ πρὸς θεοὺς καὶ πρὸς ἀνθρώπους διάδηλον ἔσχηκε τὴν φιλοτιμίαν la generosidad que ha tenido para con los dioses y los hombres ha sido manifiesta, IClaros 1.M.3.5 (II a.C.), cf. FD 1.480.13 (I a.C.), ἐπὶ μὲν γὰρ τῶν τῆς γῆς ἀγώνων δ. ἡ ἀρετὴ γίνεται D.S.20.51, cf. 16.86, ὅπως δὲ ᾖ δ. ἁ δεδομένα ὑπ' αὐτῶν τᾷ πόλει χάρις SEG 23.207.38 (Mesene I a.C.)
en constr. pers., c. part. pred. ὥστε δ. εἶναι παρὰ τοὺς ἄλλους εὐτακτῶν hasta el punto de que destacaba sobre los demás en disciplina X.Mem.4.4.1, ἵνα τοῖς ... ἡγεμόσι, προκινδυνεύοντες ἐρρωμένως καὶ μή, διάδηλοι γίνωνται Plb.6.22.3, c. or. complet. c. ὅτι: μηδενὶ πλὴν μόνῳ τῷ ἀναπνεῖν ὅτι ζῇ διάδηλον οὖσαν Arist.Fr.43, cf. LXX Ge.41.21.
3 de pers. famoso, renombrado en buen o mal sent., c. dat. de causa διάδηλοι ταῖς κακίαις γενόμενοι de los de Sodoma, LXX 3Ma.2.5, c. prep. ἐπὶ τῇ παιδείᾳ ... διάδηλον ἑαυτὸν πεποιηκέναι OGI 504.9 (Ezanos II d.C.)
conocido, identificado ἵνα, διαδήλων γενομένων, δύνηταί τις ἀμύνεσθαι Pl.R.474b.
4 prob. que deja ver a través por agujeros o transparencias λαῖφος Alc.l.c., pero v. s.u. ζάδηλος.
II adv. -ως a las claras, claramente τοῦτο ποιήσασθαι Eus.Theoph.7.13, cf. Eust.367.43, Sch.Er.Il.2.860.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM διάδηλος, -ον) δήλος
ολοφάνερος, πασίδηλος.