δυσκάθεκτος: Difference between revisions
πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care
(big3_12) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de sujetar, reprimir o gobernar]] ἵπποι X.<i>Mem</i>.4.1.3, cf. Chrys.M.48.846, Them.<i>in de An</i>.38.9, πλήθη Plu.<i>Num</i>.4, τὸν δῆμον ... τῇ βουλῇ δυσκάθεκτον ὄντα Plu.<i>Cat.Ma</i>.27, ἔθνη δυσκάθεκτα καὶ μαχόμενα καθάπερ ζῷα Plu.2.330b<br /><b class="num">•</b>de pers. y dioses δυσκάθεκτόν τι καὶ ὁρμητικὸν ἐχόντων (τῶν Σατύρων) Corn.<i>ND</i> 30, τοὺς δυσκαθέκτους πρὸς τὰ δεινὰ καὶ θυμοειδεῖς Plu.2.31d, νέοι, καὶ δυσκάθεκτοι ταῖς ὁρμαῖς Gr.Naz.M.36.513D, cf. Basil.M.31.912A, 181C<br /><b class="num">•</b>fig. de abstr. δυσκάθεκτον πρᾶγμα algo difícil de reprimir</i> ref. a los insultos, Plu.2.810e, ἡ πολιτεία Plu.<i>Luc</i>.38, πόθος Gr.Naz.M.37.948A, ἐπιθυμίαι Basil.M.32.1380C, ὁρμαί Basil.<i>Ep</i>.2.2<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. [[dificultad de reprimir]] c. gen. τὸ δ. τῆς ὀργῆς Basil.<i>Ep</i>.25.2<br /><b class="num">•</b>medic. [[difícil de sujetar]], [[retener]], [[contener]] τὰ ἔντερα ... ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ Gal.10.412, χυμός Gal.19.489.<br /><b class="num">2</b> fig. [[difícil de retener]] en la memoria, un oráculo, Plu.2.408b. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de sujetar, reprimir o gobernar]] ἵπποι X.<i>Mem</i>.4.1.3, cf. Chrys.M.48.846, Them.<i>in de An</i>.38.9, πλήθη Plu.<i>Num</i>.4, τὸν δῆμον ... τῇ βουλῇ δυσκάθεκτον ὄντα Plu.<i>Cat.Ma</i>.27, ἔθνη δυσκάθεκτα καὶ μαχόμενα καθάπερ ζῷα Plu.2.330b<br /><b class="num">•</b>de pers. y dioses δυσκάθεκτόν τι καὶ ὁρμητικὸν ἐχόντων (τῶν Σατύρων) Corn.<i>ND</i> 30, τοὺς δυσκαθέκτους πρὸς τὰ δεινὰ καὶ θυμοειδεῖς Plu.2.31d, νέοι, καὶ δυσκάθεκτοι ταῖς ὁρμαῖς Gr.Naz.M.36.513D, cf. Basil.M.31.912A, 181C<br /><b class="num">•</b>fig. de abstr. δυσκάθεκτον πρᾶγμα algo difícil de reprimir</i> ref. a los insultos, Plu.2.810e, ἡ πολιτεία Plu.<i>Luc</i>.38, πόθος Gr.Naz.M.37.948A, ἐπιθυμίαι Basil.M.32.1380C, ὁρμαί Basil.<i>Ep</i>.2.2<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. [[dificultad de reprimir]] c. gen. τὸ δ. τῆς ὀργῆς Basil.<i>Ep</i>.25.2<br /><b class="num">•</b>medic. [[difícil de sujetar]], [[retener]], [[contener]] τὰ ἔντερα ... ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ Gal.10.412, χυμός Gal.19.489.<br /><b class="num">2</b> fig. [[difícil de retener]] en la memoria, un oráculo, Plu.2.408b. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δυσκάθεκτος]], -ον (AM)<br />αυτός που δύσκολα συγκρατείται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα συγκρατείται στον νου<br /><b>2.</b> (για πλούτο) αυτός που δύσκολα διαφυλάσσεται. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to hold in, ἵπποι X.Mem.4.1.3 (Sup.); πλήθη Plu.Num.4: metaph., Corn.ND30; πλοῦτος Luc.Tim.29 (s.v.l., al. δυσκάτοχος); hard to keep in mind, retain, Plu.2.408b.
German (Pape)
[Seite 681] schwer zurückzuhalten, zu bändigen, von Pferden u. Menschen; Xen. Mem. 4, 1, 3; superl., 4; πλῆθος Plut. Num. 4; ὁρμή Amat. 4; πλοῦτος Luc. Tim. 29.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκάθεκτος: -ον, δυσκόλως κατεχόμενος, συγκρατούμενος, ἵπποι Ξεν Ἀπομν. 4. 1, 3, Πλούτ. Νουμ. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à contenir, fougueux, effréné.
Étymologie: δυσ-, κατέχω.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de sujetar, reprimir o gobernar ἵπποι X.Mem.4.1.3, cf. Chrys.M.48.846, Them.in de An.38.9, πλήθη Plu.Num.4, τὸν δῆμον ... τῇ βουλῇ δυσκάθεκτον ὄντα Plu.Cat.Ma.27, ἔθνη δυσκάθεκτα καὶ μαχόμενα καθάπερ ζῷα Plu.2.330b
•de pers. y dioses δυσκάθεκτόν τι καὶ ὁρμητικὸν ἐχόντων (τῶν Σατύρων) Corn.ND 30, τοὺς δυσκαθέκτους πρὸς τὰ δεινὰ καὶ θυμοειδεῖς Plu.2.31d, νέοι, καὶ δυσκάθεκτοι ταῖς ὁρμαῖς Gr.Naz.M.36.513D, cf. Basil.M.31.912A, 181C
•fig. de abstr. δυσκάθεκτον πρᾶγμα algo difícil de reprimir ref. a los insultos, Plu.2.810e, ἡ πολιτεία Plu.Luc.38, πόθος Gr.Naz.M.37.948A, ἐπιθυμίαι Basil.M.32.1380C, ὁρμαί Basil.Ep.2.2
•neutr. subst. dificultad de reprimir c. gen. τὸ δ. τῆς ὀργῆς Basil.Ep.25.2
•medic. difícil de sujetar, retener, contener τὰ ἔντερα ... ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ Gal.10.412, χυμός Gal.19.489.
2 fig. difícil de retener en la memoria, un oráculo, Plu.2.408b.
Greek Monolingual
δυσκάθεκτος, -ον (AM)
αυτός που δύσκολα συγκρατείται
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα συγκρατείται στον νου
2. (για πλούτο) αυτός που δύσκολα διαφυλάσσεται.