δωδεκάμηνος: Difference between revisions
Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar
(big3_12) |
(10) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> δυω- Hes.<i>Op</i>.752, Nonn.<i>D</i>.38.114, 40.372<br /><b class="num">1</b> [[de doce meses]] παῖς Hes.l.c., τέλος Pi.<i>N</i>.11.10, δωδεκαμήνων ὄντων τῶν ἐνιαυτῶν D.S.1.26, λυκάβας Nonn.ll.cc.<br /><b class="num">2</b> subst. ἡ δ. [[periodo de doce meses]] LXX <i>Da</i>.4.29θ, <i>PPetr</i>.3.134.4, <i>UPZ</i> 112.1.2 (ambos III a.C.), <i>PVindob.Salomons</i> 11.13, <i>POxy</i>.506.15 (ambos II d.C.). | |dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> δυω- Hes.<i>Op</i>.752, Nonn.<i>D</i>.38.114, 40.372<br /><b class="num">1</b> [[de doce meses]] παῖς Hes.l.c., τέλος Pi.<i>N</i>.11.10, δωδεκαμήνων ὄντων τῶν ἐνιαυτῶν D.S.1.26, λυκάβας Nonn.ll.cc.<br /><b class="num">2</b> subst. ἡ δ. [[periodo de doce meses]] LXX <i>Da</i>.4.29θ, <i>PPetr</i>.3.134.4, <i>UPZ</i> 112.1.2 (ambos III a.C.), <i>PVindob.Salomons</i> 11.13, <i>POxy</i>.506.15 (ambos II d.C.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δωδεκάμηνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί [[δώδεκα]] μήνες<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] [[δώδεκα]] μηνών<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δωδεκάμηνο</i>(<i>ν</i>)<br />χρονική [[περίοδος]] ενός έτους. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of twelve months, τέλος Pi.N.11.10 (but δυω- codd.): -μηνον, τό, year, Thd.Da.4.26, POxy.506.15 (ii A.D.):—poet. δυωδεκάμ-, twelve months old, Hes.Op.752.
German (Pape)
[Seite 693] von zwölf Monaten, τέλος, Pind. N. 11, 10; poet. δυωδ., Hes. O. 750; δυοκαιδ., Soph. Tr. 645.
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκάμηνος: -ον, ἐκ δώδεκα μηνῶν ἀποτελούμενος, τέλος Πίνδ. Ν. 11. 11· ποιητ. δυωδεκάμ-, ἔχων ἡλικίαν δώδεκα μηνῶν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 750.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de douze mois.
Étymologie: δώδεκα, μήν².
English (Slater)
δωδεκᾰμηνος
1 for twelve months, annual ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (Er. Schmid: δυωδ- codd.: τὴν πρυτανείαν. Σ) (N. 11.10)
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): δυω- Hes.Op.752, Nonn.D.38.114, 40.372
1 de doce meses παῖς Hes.l.c., τέλος Pi.N.11.10, δωδεκαμήνων ὄντων τῶν ἐνιαυτῶν D.S.1.26, λυκάβας Nonn.ll.cc.
2 subst. ἡ δ. periodo de doce meses LXX Da.4.29θ, PPetr.3.134.4, UPZ 112.1.2 (ambos III a.C.), PVindob.Salomons 11.13, POxy.506.15 (ambos II d.C.).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δωδεκάμηνος, -ον)
1. αυτός που διαρκεί δώδεκα μήνες
2. αυτός που έχει ηλικία δώδεκα μηνών
3. το ουδ. ως ουσ. το δωδεκάμηνο(ν)
χρονική περίοδος ενός έτους.