ἑλικωτός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)

Source
(big3_14b)
(11)
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-όν<br />[[que tiene rosca]] o [[que se enrosca]] τὸ ἑλικωτὸν μέρος de un tornillo, Orib.49.21.6.
|dgtxt=-όν<br />[[que tiene rosca]] o [[que se enrosca]] τὸ ἑλικωτὸν μέρος de un tornillo, Orib.49.21.6.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἑλικωτός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ελικωτό</i><br />ελικοειδές [[καρφί]] με το οποίο στερεώνονται οι σιδηροτροχιές [[πάνω]] στους ξύλινους στρωτήρες<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελικοειδής]].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλῐκωτός Medium diacritics: ἑλικωτός Low diacritics: ελικωτός Capitals: ΕΛΙΚΩΤΟΣ
Transliteration A: helikōtós Transliteration B: helikōtos Transliteration C: elikotos Beta Code: e(likwto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A threaded like a screw, Orib.49.20.6.

Spanish (DGE)

-όν
que tiene rosca o que se enrosca τὸ ἑλικωτὸν μέρος de un tornillo, Orib.49.21.6.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἑλικωτός, -ή, -όν)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ελικωτό
ελικοειδές καρφί με το οποίο στερεώνονται οι σιδηροτροχιές πάνω στους ξύλινους στρωτήρες
αρχ.
ελικοειδής.