ἔκπυστος: Difference between revisions
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
(big3_14b) |
(11) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />gener. en constr. pred.<br /><b class="num">1</b> de pers. [[descubierto]] πρὶν ἐκπύστους (ἡμᾶς) γενέσθαι Th.3.30, cf. 4.70, 8.42, Charito 1.14.6, I.<i>AI</i> 18.111, Plu.2.324d, D.C.41.44.3.<br /><b class="num">2</b> de cosas [[conocido]], [[desvelado]], [[sacado a la luz]] τὸ πρᾶγμα ἔκπυστον γίγνεται Aeschin.<i>Ep</i>.10.6, πρὶν ἔκπυστα γενέσθαι Ῥωμαίοις τὰ βουλεύματα D.H.8.12, ἐκπύστου τοῦ ἐπιβουλεύματος γενομένου I.<i>AI</i> 19.44, cf. Paus.5.21.17, Plu.<i>Cam</i>.3, ἔκπυστα τοῖς πολλοῖς τὰ γεγραμμένα γενέσθαι Plu.<i>Num</i>.22, cf. <i>Caes</i>.64, ὡς ἂν ... ἡ φήμη ἔκπυστα καὶ γνώριμα ποιῇ (τὰ ἐκ τῆς Ῥώμης) Hdn.2.7.7, cf. 3.12.6, D.C.47.47.5, Men.Prot.21.49<br /><b class="num">•</b>[[divulgado]], [[hecho público]], [[dado a conocer]] τοὺς ἔκπυστα [[αὐτοῦ]] τὰ κρύφια ποιήσαντας Epicur.[1] 5, cf. Hsch. | |dgtxt=-ον<br />gener. en constr. pred.<br /><b class="num">1</b> de pers. [[descubierto]] πρὶν ἐκπύστους (ἡμᾶς) γενέσθαι Th.3.30, cf. 4.70, 8.42, Charito 1.14.6, I.<i>AI</i> 18.111, Plu.2.324d, D.C.41.44.3.<br /><b class="num">2</b> de cosas [[conocido]], [[desvelado]], [[sacado a la luz]] τὸ πρᾶγμα ἔκπυστον γίγνεται Aeschin.<i>Ep</i>.10.6, πρὶν ἔκπυστα γενέσθαι Ῥωμαίοις τὰ βουλεύματα D.H.8.12, ἐκπύστου τοῦ ἐπιβουλεύματος γενομένου I.<i>AI</i> 19.44, cf. Paus.5.21.17, Plu.<i>Cam</i>.3, ἔκπυστα τοῖς πολλοῖς τὰ γεγραμμένα γενέσθαι Plu.<i>Num</i>.22, cf. <i>Caes</i>.64, ὡς ἂν ... ἡ φήμη ἔκπυστα καὶ γνώριμα ποιῇ (τὰ ἐκ τῆς Ῥώμης) Hdn.2.7.7, cf. 3.12.6, D.C.47.47.5, Men.Prot.21.49<br /><b class="num">•</b>[[divulgado]], [[hecho público]], [[dado a conocer]] τοὺς ἔκπυστα [[αὐτοῦ]] τὰ κρύφια ποιήσαντας Epicur.[1] 5, cf. Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἔκπυστος]], -ον (Α)<br />αυτός που έγινε [[αντιληπτός]] ή [[γνωστός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A heard of, discovered, πρὶν ἐκπύστους γενέσθαι Th.3.30, cf. 4.70,8.42, J.AJ19.1.7, Plu.Cam.3, etc.; ἔ. τι ποιεῖν Hdn.2.7.7, cf. 3.12.6.
German (Pape)
[Seite 777] bekannt, ruchbar; ἔκπυστον γίγνεσθαι Thuc. 4, 70; 8, 42 u. Sp.; τινί, Plut. Camill. 3; ἔκπυστον ποιεῖν τινι, bekannt machen, Hdn. 2, 7, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκπυστος: -ον, γνωστός, κυρίως ἐπὶ πραγμάτων, σπανίως δὲ ἐπὶ προσώπων, ἐμοὶ δοκεῖ πλεῖν ἡμᾶς ἐπί Μυτιλήνην πρὶν ἐκπύστους γενέσθαι, πρὶν γείνῃ τι γνωστὸν περὶ ἡμῶν, Θουκ. 3. 30., 4. 70., 8. 42· μὴ ἔκπυστα ποιεῖν τὰ ἄξια κρύπτεσθαι Συνεσ. Ἐπιστ. 143. σ. 279Α, Ἡρωδιαν. 2. 7, 10· - «ἐκπτύστων· φανερῶν ἢ πολλοῖς ἀκουστῶν» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est porté à la connaissance de, connu.
Étymologie: ἐκπυνθάνομαι.
Spanish (DGE)
-ον
gener. en constr. pred.
1 de pers. descubierto πρὶν ἐκπύστους (ἡμᾶς) γενέσθαι Th.3.30, cf. 4.70, 8.42, Charito 1.14.6, I.AI 18.111, Plu.2.324d, D.C.41.44.3.
2 de cosas conocido, desvelado, sacado a la luz τὸ πρᾶγμα ἔκπυστον γίγνεται Aeschin.Ep.10.6, πρὶν ἔκπυστα γενέσθαι Ῥωμαίοις τὰ βουλεύματα D.H.8.12, ἐκπύστου τοῦ ἐπιβουλεύματος γενομένου I.AI 19.44, cf. Paus.5.21.17, Plu.Cam.3, ἔκπυστα τοῖς πολλοῖς τὰ γεγραμμένα γενέσθαι Plu.Num.22, cf. Caes.64, ὡς ἂν ... ἡ φήμη ἔκπυστα καὶ γνώριμα ποιῇ (τὰ ἐκ τῆς Ῥώμης) Hdn.2.7.7, cf. 3.12.6, D.C.47.47.5, Men.Prot.21.49
•divulgado, hecho público, dado a conocer τοὺς ἔκπυστα αὐτοῦ τὰ κρύφια ποιήσαντας Epicur.[1] 5, cf. Hsch.
Greek Monolingual
ἔκπυστος, -ον (Α)
αυτός που έγινε αντιληπτός ή γνωστός.